Του Μάνου Οικονομίδη
Twitter@EmOikonomidis
Αυτή είναι η αυθόρμητη συνήθεια της ζωής. Να σε καλεί, άγαρμπα και βεβιασμένα τις περισσότερες φορές, να προσαρμοστείς σε καινούρια δεδομένα, ιδίως σε τέτοια που δεν κάνουν την καρδιά να φτερουγίζει από αισιοδοξία, αλλά τα μάτια να βουρκώνουν.
Η περίοδος των εορτών. Κάθε εορτών, κυρίως όμως του Πάσχα, με την περίπου αυτοπροσδιοριστική για τον καθένα ταύτιση με τη διαδρομή των Παθών. Στη θυσία, στη Σταύρωση, στην προσδοκία της Ανάστασης, στη διαχείριση της προσμονής της ελπίδας.
Μια τέτοια περίοδο, βιώνεις περισσότερο ακραία και σιωπηλά, το ατελές περιεχόμενο που μοιάζει να έχει η ζωή, όταν αθροίζεις απόντες από το πασχαλινό τραπέζι. Δικούς σου ανθρώπους. Εκείνους που φρόντιζαν στο παρελθόν να διώχνουν το σκοτάδι. Και σήμερα, η δική τους απουσία σε κάνει να αναρωτιέσαι, πώς θα βρεις τη διαδρομή για να μοιράσεις εσύ περισσότερο φως από αυτό που σου χαρίζει η ραγισμένη γενναιοδωρία της ζωής. Πώς να εκπέμψει φως μια καρδιά που έχει σκεπαστεί από βαθύ σκοτάδι.
Το συναίσθημα το βιώνουμε όλοι, λιγότερο ή περισσότερο. Από τις μικρές ηλικίες, τότε που όλα μοιάζουν ξέγνοιαστα, αθώα και φωτεινά. Τότε που το σκοτάδι δεν έχει ξεκινήσει το επιθετικό σεργιάνισμά του στα ίδια μονοπάτια με το φως της ζωής.
Αντικρίζοντας κενές καρέκλες σε ένα οικογενειακό τραπέζι, προορισμένο να έχει γιορτινές πινελιές. Και μετρώντας πιάτα για λιγότερους.
Η αχρείαστη συγκυρία της συνειδητοποίησης ότι, όσο τα χρόνια πυκνώνουν, οι αφορμές για χαμόγελα θα είναι λιγότερες. Και η καρδιά θα αναζητεί στιγμιαία γαλήνη, όχι σε όσα βλέπει. Αλλά σε όσα θυμάται, πίσω από θολά δάκρυα…
Η υποχρέωση να συνεχίζεις, γνωρίζοντας ότι η ζωή θα είναι “λιγότερη”. Να ζεις. Έστω και τη συντριβή του πένθους.
Στο “προσκλητήριο απόντων”, τον τελευταίο λόγο να τον έχει η ζωή.