Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Ένα από τα προβλήματα που ανέδειξε η πανδημία, είναι η αδυναμία των κρατών μελών να δημιουργούν δημοσιονομικά και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας στους καλούς οικονομικούς καιρούς. Δεν φρόντιζαν στις καλές εποχές, ώστε να έχουν να «φάνε» στην πρώτη αναποδιά. Η παρατήρηση περιλαμβάνεται στην τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, υπενθυμίζοντας στα κράτη μέλη πόσο γρήγορα ξεχνούν τις κρίσεις και πόσο συνεχίζουν να εκπλήσσονται από αυτές. Η έκθεση περιλαμβάνει στην ίδια κατεύθυνση και δυο -τρεις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά την Ελλάδα.
Ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος στην Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη (έλλειμμα -11%), αλλά ήταν και η χώρα που πρόσφερε τη μεγαλύτερη στήριξη στους πληγέντες από την πανδημία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μοίρασε τα περισσότερα λεφτά στην ευρωζώνη. Μόνο η Αυστρία και Ιταλία, πλησίασαν την Ελλάδα ως προς τις ενισχύσεις.
Η Ελλάδα ήταν η επίσης η χώρα που κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση του χρέους της, κατά 25%. Είναι ωστόσο και η χώρα που όχι απλά είχε κεφαλαιακό «μαξιλάρι» πριν από την κρίση, αλλά κατάφερε να το «αβγατίσει» μέσα σε αυτήν. Αυξάνοντας βέβαια συνακόλουθα το χρέος από τη μια, δημιουργώντας ωστόσο μεγαλύτερη ασφάλεια και ακόμα μικρότερο κόστος δανεισμού από την άλλη. Η Ελλάδα μέσα στην πανδημία λόγω των πολλών χαμηλότοκων εκδόσεων ομολόγων, κατάφερε τα 30-35 δισ. που είχε στο πλάι πριν από την εμφάνιση του Covid, να τα αυξήσει σε πάνω από τα 40 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου αναδεικνύουν δύο ξεκάθαρες επιλογές της κυβέρνησης μέσα στην πανδημία. Η πρώτη ότι σε μια οικονομία που στηρίζεται στην κατανάλωση όπως η ελληνική, επιχείρησε με κάθε τρόπο και πολλά δισεκατομμύρια, να περιορίσει τις απώλειες στο ΑΕΠ. Η δεύτερη ξεκάθαρη επιλογή είναι ότι ερμηνεύοντας πως πιθανότατα διανύουμε τους τελευταίους μήνες των μηδενικών επιτοκίων, επιχείρησε να δανειστεί όσα μπορεί περισσότερα από τις αγορές και με όσο πιο χαμηλό επιτόκιο, καθώς η χώρα συνεχίζει να μη διαθέτει την επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης. Και τις δύο επιλογές κατάφερε να τις υλοποιήσει εκμεταλλευόμενη την άρση λόγω πανδημίας των δημοσιονομικών κανόνων, κοιτώντας παράλληλα στην επόμενη μέρα.
Με αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα πρέπει το 2022 και το 2023 να έχει δύο μεγάλους στόχους, προκειμένου να σταθεροποιήσει την οικονομία της. Ο πρώτος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Πρόκειται για εθνικό στόχο, που προϋποθέτει λίγη ακόμα υπομονή και πολλή δουλειά προκειμένου να επιτευχθεί εντός του επόμενου έτους. Απαιτεί επιστροφή των δημοσιονομικών σε πλεονάσματα, μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων και ορισμένες ακόμα μεταρρυθμίσεις. Ολα τα παραπάνω θεωρούνται με τα σημερινά δεδομένα, υλοποιήσιμα. Ο δεύτερος μεγάλος στόχος μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα πρέπει να είναι η δραστική μείωση του κεφαλαιακού μαξιλαριού. Μαζί με την ισόποση ελάφρυνση του χρέους. Η Ελλάδα επέλεξε αντί προληπτικής πιστωτικής γραμμής το 2018 να δανειστεί 24,1 δισ. ευρώ, τα οποία αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο, αποτελώντας μακράν από το δεύτερο το μεγαλύτερο κεφαλαιακό «μαξιλάρι» χώρας μέλους όχι μόνο της ΕΕ αλλά και του ΟΟΣΑ.
Πλέον έρχεται η ώρα αυτό το δίχτυ ασφαλείας που μας συνόδευσε, στα πρώτα βήματά μας στις αγορές, να πάψει να υπάρχει τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Να πάψει να βαραίνει τις πλάτες των ελλήνων φορολογουμένων και των ελληνικών επιχειρήσεων, αυτό το «τσάμπα» σε ομαλές περιόδους χρέος…