Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Oταν από μήνα σε μήνα υπάρχουν προϊόντα που οι τιμές τους αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό, υπάρχει θέμα και μάλιστα σοβαρό. Απλά χρειάζεται ψυχραιμία στην αντιμετώπισή του και καλή ανάλυση. Για παράδειγμα, το ότι οι τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 11% δεν οφείλεται στην ενέργεια. Είναι ξεκάθαρο ότι οφείλεται στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας των καινούργιων αυτοκινήτων παγκοσμίως, που έχουν οδηγήσει στο να παραγγέλνεις ένα αυτοκίνητο τώρα και να περιμένεις ως τον Σεπτέμβριο για να το παραλάβεις. Προφανώς στο μεσοδιάστημα αυξάνεται η ζήτηση για μεταχειρισμένα.
Αντίστοιχα οι τιμές των ζυμαρικών που αυξήθηκαν μέσα σε έναν μήνα τον Δεκέμβριο σε σχέση με τον Νοέμβριο κατά 6,6%, αποδίδεται μόνο εν μέρει στην ενεργειακή κρίση, καθώς είναι γνωστό εδώ και καιρό το ράλι διπλασιασμού της τιμής του σκληρού σιταριού στις διεθνείς αγορές. Στο οικονομικό επιτελείο, αν καταλαβαίνω καλά, θεωρούν ότι σε πρώτη φάση μπορεί να μετριαστεί το πρόβλημα με μια νέα άμεση δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού μέσα στο έτος, προκειμένου να συγκρατηθούν οι απώλειες στο διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων. Από κοντά θα συνεχιστεί η ανά μήνα ανακοίνωση μέτρων επιδότησης του κόστους της ενέργειας, με την ελπίδα ότι η ενίσχυση των επιχειρήσεων που ξεκίνησε από τον Ιανουάριο θα μπλοκάρει τη μετάδοση μέρους των αυξήσεων στην κατανάλωση.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μέτρων είναι ότι δεν επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός. Είναι ξεκάθαρο ότι προστατεύονται για αργότερα τα όποια εφεδρικά «καύσιμα», για δύο λόγους: Ο πρώτος, γιατί μπορεί η κατάσταση να γίνει – και θα γίνει έως τα τέλη Μαρτίου – χειρότερη. Ο δεύτερος είναι ότι σε αυτή την κρίση η Ελλάδα δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να βγει πιο γρήγορα από την υπόλοιπη Ευρώπη ενισχύοντας την οικονομία της. Οτι η κατάσταση θα γίνει χειρότερη τουλάχιστον ως την αρχή της άνοιξης είναι ξεκάθαρο και σχεδόν προεξοφλείται.
Στο ότι η Ελλάδα σε αυτή τη φάση, που η Ευρώπη ακόμα ψάχνεται, δεν πρέπει να βγει μπροστά δικαιολογείται από την οικονομική συγκυρία. Με άλλον ορίζοντα λαμβάνονταν οι αποφάσεις στις αρχές του 2021, που υπήρχε μπροστά μια σχεδόν διετία άρσης των δημοσιονομικών κανόνων και αλλιώς στις αρχές του 2022, που σε λιγότερο από έναν χρόνο η οικονομία πρέπει να περάσει από ελλείμματα πολλών δισεκατομμυρίων, σε πρωτογενή πλεονάσματα. Ειδικά σε μια χρονιά που η επικείμενη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής προκαλεί πίεση ήδη στο κόστος δανεισμού χωρών με υψηλό χρέος και χωρίς την επενδυτική βαθμίδα, όπως η Ελλάδα. Μην ξεχνάμε ότι τις επόμενες μέρες η χώρα θα πρέπει να βγει στις αγορές, ξεκινώντας ένα πρόγραμμα δανεισμού που στόχος είναι να φτάσει τα 12 δισ., αλλά η επιτυχία του θα κριθεί στο επιτόκιο που θα πληρώσει. Οπως γίνεται αντιληπτό, δεδομένων των συνθηκών οι δυνατότητες παρεμβάσεων υπάρχουν μεν, αλλά είναι μικρές. Ελαφρύνσεις στο μέτωπο της ακρίβειας θα υπάρξουν, αλλά δεν θα έχουν καμία σχέση με αυτές των διαφόρων φάσεων της πανδημίας. Ακόμα και στον ΦΠΑ στοχευμένα για κάποια προϊόντα και για συγκεκριμένο διάστημα θα γίνουν κάποια πράγματα. Οχι όμως κάτι πιο μεγάλο.
Το μεγαλύτερο στοίχημα για την κυβέρνηση όμως είναι, το βασικό αντιστάθμισμα στην ακρίβεια να έρθει από τη διάχυση του προβλεπόμενου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αν συμβεί θα είναι σίγουρα πιο βιώσιμο όχι μόνο για τα δημόσια οικονομικά, αλλά και για την πραγματική οικονομία…