Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Ενας – ένας οι κλάδοι ξεμύτισαν. Με το κόστος του φυσικού αερίου να έχει ανέβει έως και 400% και του ηλεκτρικού ρεύματος έως 100%, αρχίζουν να φτάνουν επιχειρήσεις και ολόκληροι κλάδοι στα όριά τους.
Αν προστεθεί στην ακριβή ενέργεια, η στενότητα στην εξεύρεση πρώτων υλών, η ανατίμησή τους, το αυξημένο κόστος μεταφοράς και οι καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, τότε είναι όχι δύσκολο, αλλά αδύνατο να μην περάσουν οι επιβαρύνσεις στην κατανάλωση.
Να μη γίνουν δηλαδή πληθωρισμός. Αν αυτό πάρει διαστάσεις, τότε το παιχνίδι μπορεί να χαθεί. Να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος, που οι οικονομίες εγκλωβίζονται για μεγάλο διάστημα.
Ο σύνδεσμος των χημικών βιομηχανιών το είπε ξεκάθαρα. Οι παραγωγοί ενέργειας μετακυλίουν στις βιομηχανίες που δεν έχουν κλεισμένα μακροχρόνια συμβόλαια, τις αυξήσεις.
Αυτές με τη σειρά τους περνούν τις αυξήσεις στην κατανάλωση. Και δεν είναι οι μόνοι. Είναι πολλοί οι κλάδοι που ήδη μετακυλίουν τις αυξήσεις στην κατανάλωση.
Οχι ακόμα στο μέγεθος και το ύψος, που να δημιουργούν ανησυχία ότι το πρόβλημα είναι ήδη εκτός ελέγχου. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι θα χρειαστεί παρέμβαση. Οχι γενικευμένη. Αλλά στοχευμένη. Σχεδόν χειρουργική.
Εδώ είναι ο ρόλος τους κράτους. Τα μέτρα ύψους 470 εκατ. ευρώ είναι σημαντικά. Αφορούν όμως κυρίως τα οικιακά τιμολόγια και λιγότερο τους εταιρικούς χρήστες, στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Στο φυσικό αέριο, τα πράγματα είναι πιο άσχημα. Τα μέτρα, τόσο μέσω του επιδόματος θέρμανσης όσο και μέσω της έκπτωσης 15% της ΔΕΠΑ Εμπορίας, αφορούν μόνο τα νοικοκυριά.
Οι επιχειρήσεις που εμπιστεύτηκαν ως ενεργειακό καύσιμο το φυσικό αέριο έχουν μείνει στην απέξω. Μάλιστα το πρόβλημα για αυτούς υπάρχει εδώ και καιρό. Λογαριασμοί έως και διπλάσιοι φτάνουν σε επιχειρήσεις με υψηλό ενεργειακό κόστος όπως καφέ και εστιατόρια, αλλά και μεσαίου μεγέθους μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Για όλους αυτούς η κυβέρνηση επικαλείται ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν επιτρέπει για λόγους ανταγωνισμού την απευθείας ενίσχυση, παρά το γεγονός ότι η υπηρεσιακή κυβέρνηση στη Βουλγαρία ξεκινάει την επιδότηση των εταιρειών με 51 ευρώ ανά MWh.
Σε κάθε περίπτωση εάν είναι αντικοινοτικό μέτρο η απευθείας ενίσχυση, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για την έμμεση ενίσχυσή τους. Αλλιώς θα δοκιμαστεί η βιωσιμότητά τους ή θα περάσουν τις αυξήσεις στην κατανάλωση.
Προφανώς λύση δεν είναι η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, όπως προτείνουν διάφοροι δημοσιολογούντες, αλλά και πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα θα είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, ενώ επιπλέον θα προκαλούσαν νέα σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τη μεγαλύτερη χρήση ρυπογόνων καυσίμων.
Θα μπορούσε ωστόσο η κυβέρνηση να βρει τους κρίσιμους τομείς, στους οποίους σκάει με ένταση το πρόβλημα και αν ξεφύγει, μπορεί να «μολύνει» με ακρίβεια το σύνολο της οικονομίας και ειδικά αυτούς να τους ενισχύσει.
Χρειάζεται όμως και ένας διαφορετικός τρόπος ρυθμιστικής αντιμετώπισης του θέματος, με τη συμμετοχή όλων των κρίκων της αλυσίδας της αγοράς, από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση. Και αυτός ο τρόπος πρέπει να είναι δίκαιος.
Δεν μπορούν ούτε οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας να απορροφούν όλο το αυξημένο κόστος, ούτε όμως και να το μεταφέρουν αυτούσιο στο επόμενο στάδιο, στους βιομηχανικούς ή οικιακούς καταναλωτές.
Αντίστοιχα, δεν μπορούν οι επιχειρήσεις, να δέχονται το σύνολο της ζημιάς και να περιμένει κανείς ότι θα το απορροφήσουν στο σύνολό του.
Κυρίως όμως πρέπει να προστατευτεί η κατανάλωση από το να βρεθεί, πάνω που προσπαθεί να ανακάμψει, αντιμέτωπη με πρωτοφανείς ανατιμήσεις, που θα ξαναδημιουργήσουν έναν φαύλο κύκλο στην οικονομία.