Γράφει ο Νίκος Ελευθερόγλου
Είχαμε γράψει εδώ και καιρό ότι, όσο βαδίζουμε προς το τέλος της πανδημίας, τόσο θα επιστρέφει η πολιτική αντιπαράθεση στη ζωή μας. Για αυτό και εγκαίρως είχαμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση ότι πρέπει να ετοιμάζεται, διότι η αντιπολίτευση είναι εθισμένη στην τακτική του «πεζοδρομίου».
Δεν γνωρίζω ειλικρινά αν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει στο μυαλό του αυτή την ώρα το ενδεχόμενο ενός ανασχηματισμού ή μιας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Ξέρω ότι αμφότερα τα διέψευσε. Αν έπραττε το αντίθετο, θα με εξέπληττε. Θεωρώ διαισθητικά ότι το πρώτο ενδεχόμενο δεν είναι τόσο μακρινό, αλλά μετά βεβαιότητας ο ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου το γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα.
Το τέλος της πανδημίας και η επιστροφή στην κανονικότητα έτσι κι αλλιώς δημιουργούν από μόνα τους μια ιδιόμορφη αντίστροφη μέτρηση και στην πολιτική διαχείριση της επόμενης μέρας. Ο ορίζοντας είναι η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και ο Σεπτέμβριος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα μας φέρει μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Το διακύβευμα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το οριοθέτησε προσφάτως και δεν είναι άλλο από την ανάγκη για μια «νέα εθνική συμφωνία», όπως την αποκάλεσε.
Όσοι είναι «ψαγμένοι» στα περί πολιτικής καταλαβαίνουν ότι μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή του κ. Μητσοτάκη. Έχοντας μπροστά του την απλή αναλογική, είναι έξυπνο να τοποθετεί το κομμάτι της «εθνικής συμφωνίας» χτίζοντας συμμαχίες είτε μεταξύ κομμάτων είτε μεταξύ «τμημάτων» της ελληνικής κοινωνίας που δεν ανήκουν παραδοσιακά στο ένα ή στο άλλο κόμμα. Ανθρώπων που, πέρα από τις πολιτικές τους αναφορές, ζητούν μια κυβέρνηση που θα δίνει απαντήσεις στα μικρά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να ανοίξει το εργασιακό απέναντι σε όλους και σε όλα (εννοώ κόμματα και συνδικάτα) δείχνει ότι θέλει να ανοίξει έναν διάλογο με την κοινωνία που έχει γυρίσει εδώ και καιρό την πλάτη στον κακώς νοούμενο συνδικαλισμό και ό,τι αυτός εκπροσωπεί. Έναν συνδικαλισμό που ήταν αποκομμένος από τη βάση του και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να κρατήσει τα δικά του προνόμια. Έναν συνδικαλισμό που είχε πάρει διαζύγιο με την κοινή λογική και τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων. Η συμμετοχή στις απεργίες εδώ και χρόνια απασχολούσε λίγους. Οι πολλοί έμεναν στα σπίτια τους ή εργάζονταν. Αυτή ήταν και είναι η πραγματικότητα.
Αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του επέλεξαν να δώσουν αυτήν τη μάχη επιχειρώντας να εκφράσουν (όπως και στα πανεπιστήμια) τη σιωπηρή πλειοψηφία. Και αυτή δεν θα είναι η μόνη «ιδεολογική μάχη» ενός νέου κόσμου που ήδη έχει ανατείλει κόντρα στον κόσμο τού χθες. Όσο και αν δεν μας αρέσει, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Η νέα γενιά των εργαζομένων δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη. Ούτε εργασιακά ούτε ασφαλιστικά. Βαδίζουν σε έναν άλλον δρόμο όσοι από τη νέα γενιά παραμένουν στην Ελλάδα.
Ο κόσμος έχει αλλάξει και με δική μας ευθύνη. Τώρα, αν είναι αυτός καλύτερος από εκείνον στον οποίο είχαμε μάθει να ζούμε, αυτό θα φανεί. Το βέβαιο είναι ότι το ποτάμι κανείς δεν μπόρεσε να το γυρίσει πίσω. Το δύσκολο δεν είναι η σημερινή μέρα, στην οποία κάποιοι θα «πατήσουν» για να δουν κομματικά ή συνδικαλιστικά οφέλη. Το δύσκολο θα είναι η επόμενη μέρα. Καθώς το ακροατήριο στην κοινωνία είναι πολύ διαφορετικό από το όποιο ακροατήριο συγκεντρώθηκε στις… ξεχωριστές συγκεντρώσεις και απεργίες.