Γράφει ο Μιχάλης Ψύλος
Πηγή: εφημερίδα “Ναυτεμπορική”
Δεν είναι πλέον μυστικό ότι Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα ετοιμάζονται για την μεγάλη αντιπαράθεση. Η οικονομική σύγκρουση έχει ξεκινήσει προ πολλού, μένει να δούμε πότε και πώς θα ξεσπάσει η στρατιωτική. Μέχρι τότε όμως είναι σαφές σε όλους ότι η Δύση δεν μπορεί να κάνει χωρίς την Κίνα.
Το εμπάργκο που επιβάλει ουσιαστικά η Κίνα στις εξαγωγές κρίσιμων σπάνιων γαιών στη Δύση, αποτελεί απάντηση στον περιορισμό από τις ΗΠΑ στις πωλήσεις προηγμένης τεχνολογίας στο Πεκίνο. Αλλά και στα μέτρα περιορισμού της Huawei στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη.
Το θέμα όμως είναι ότι καλώς ή κακώς, η κινεζική αγορά συνιστά βασικό παράγοντα της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά και σημαντική συνισταμένη προκειμένου η Δύση να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο και τη σταθερότητα των κοινωνιών της.
Δεν μπορεί πλέον να υπάρχει μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη οικονομία που να καλύπτει όλους τους τομείς. Ειδικά εκείνους τους κλάδους που είναι πιο ευαίσθητοι και για την εθνική ασφάλεια, όπως για παράδειγμα, οι ημιαγωγοί.
Είναι επομένως απαραίτητο να αναζητήσουμε ένα νέο σημείο ισορροπίας στις σχέσεις με την Κίνα. Να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος και τις αρνητικές επιπτώσεις για όλους.
Αυτό είναι προφανώς ένα θέμα που ενδιαφέρει ολόκληρη τη Δύση και προφανώς την ΕΕ καταρχήν. Αυτή η νέα γεωπολιτική τάξη ζυγίζει έναν τόνο στις ευρωπαϊκές οικονομίες που έχουν ήδη επηρεαστεί από την ενεργειακή κρίση και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται στην πιο δύσκολη θέση. Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα, η Κίνα θεωρείται ταυτόχρονα ως «εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος»
Η ευρωπαϊκή θέση είναι πολύ πιο περίπλοκη από την αμερικανική γιατί ορισμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία, έχουν κάνει τεράστιες επενδύσεις στην Κίνα, που είναι δύσκολο να αντιστραφούν.
Η ΕΕ λειτουργούσε πάντα με την υπόθεση εργασίας ότι είναι πιστή στο ΝΑΤΟ και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το κατά Μακρόν «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, όχι μόνο έχει αναστηθεί, αλλά καθορίζει αποφασιστικά τις τύχες της Γηραιάς Ηπείρου.
Με απλά λόγια: Η σχέση των ΗΠΑ με την Ευρώπη ορίζεται κυρίως με στρατιωτικούς-στρατηγικούς όρους.
Μήπως τώρα η Ευρώπη θα εξαναγκαστεί όμως να αλλάξει πλήρως την πυξίδα της εξωτερικής της πολιτικής σε ότι αφορά και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ; Είναι όμως αυτό βιώσιμο για την Ευρωπαϊκή Ενωση;
Αν η Ουάσιγκτον θέλει από την Ευρώπη να περιορίσει τις εξαγωγές της προς την Κίνα, αυτό το αίτημα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό μόνο εάν, για παράδειγμα, δημιουργηθεί ως αντιστάθμισμα, μια ευρω-αμερικανική αγορά. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Συνεπώς, η Ευρώπη, κινδυνεύει να βρεθεί ανάμεσα σε δύο φωτιές: Από τη μία πλευρά δεν μπορεί να απογοητεύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά από την άλλη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την κινεζική αγορά, όπως θέλουν οι Αμερικανοί. Αυτό το έδειξαν και οι πρόσφατες επισκέψεις του καγκελάριου Σολτς και του προέδρου Μακρόν στο Πεκίνο.
Μόνο που πατώντας η ΕΕ σε δύο βάρκες, οδηγείται σε έναν όλο και πιο βαθύ διχασμό στο εσωτερικό της. Οι χώρες που έχουν μεγαλύτερη γεωπολιτική δύναμη, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία και η Γερμανία, θα συνεχίσουν να κάνουν δουλειές με το Πεκίνο. Αν η Γερμανία περιορίσει τις εξαγωγές της στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, χωρίς άλλη εναλλακτική, ο κίνδυνος είναι να βυθιστούν στην κρίση ολόκληροι τομείς της γερμανικής βιομηχανίας.
Αντίθετα, οι μικρότερες χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, θα αναγκάζονται να ακολουθούν όλο και περισσότερο τις αμερικανικές προτροπές. Θα μπορέσουν να διαφυλάξουν καλές σχέσεις με το Πεκίνο, χωρίς να θίγονται οι ευρωατλαντικοί δεσμοί;