10 Ιουνίου 1944, Δίστομος, Βοιωτία
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Πλέον μπορώ να πω με σιγουριά πως είσαι η μόνη μου παρηγοριά. Σήμερα βίωσα την ίδια κόλαση, ίσως ακόμη μεγαλύτερη από ότι συνήθως.
Ήταν τέταρτη ώρα μεσημβρινή. Κάτι αισθανόμουν κακό μέσα μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι, σαν ένας κακός οιωνός. Μόλις που είχα φάει μισή μερίδα νερουλιασμένης λαχανόσουπας, γιατί η μαμά είπε πως έπρεπε να μας φτάσει και για την Κυριακή και ένιωθα το στομάχι μου να γουργουρίζει. Στην τσέπη μου κρατούσα το καθρεφτάκι που μου είχε δώσει ο μπαμπάς πριν φύγει. Το θυμάμαι σαν χθες που στεκόμασταν με δάκρυα στα μάτια μπροστά από την εξώπορτα που είχε πλησιάσει σιμά μου, με φίλησε, μου έδωσε τον καθρέφτη και μου ψιθύρισε «..Τον καθρέφτη αυτόν κόρη μου, θα τον κοιτάξεις μονάχα δυο φορές. Όταν θα πονά η καρδιά σου όσο δεν έχει πονέσει ποτέ για να με θυμηθείς και να πάρεις κουράγιο και όταν θα νιώσεις όση χαρά και ελπίδα δεν έχεις αισθανθεί ξανά, για να αντικρίσεις τον εαυτό σου και να νιώσεις περηφάνια που έχεις αντέξει. Ποτέ άλλοτε. Έτσι, σε τούτο το γυαλί θα έχουν κλειδωθεί τα δύο πιο δυνατά σου συναισθήματα και δεν θα τα ξεχάσεις ποτέ.». Έκτοτε δεν τον έχω κοιτάξει ούτε μία φορά.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ για μεσημέρι και έτσι έκατσα στον προθάλαμο και χάζευα τα περίτεχνα σχέδια στην πίσω πλευρά του καθρέφτη. Τότε ξαφνικά, όρμησε μέσα στο σπίτι μας ένας από αυτούς. Από εκείνους τους ψηλούς γεροδεμένους φονιάδες που έχουν το θράσος να αυτοαποκαλούνται άνθρωποι. Πάγωσα. Η γιαγιά προσπάθησε να αμυνθεί μπαίνοντας μπροστά του αλλά τη σώριασε. Η μαμά έκλαιγε με αναφιλητά κρατώντας την αδερφή μου στην αγκαλιά της και ο σκύλος μας γάβγιζε κουρνιασμένος σε μια γωνιά ανήμπορος να περπατήσει αφού δεν είχε θεραπευτεί το πόδι του. Αυτό ήταν το δυσοίωνο προαίσθημα που με ταλάνιζε τελικά. Ο χρόνος σταμάτησε. Ο διάβολος έστριψε το όπλο του προς το μέτωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να κάνω. Μόνο να το κοιτάξω με το πονεμένο μου βλέμμα απεγνωσμένο για ελεημοσύνη. Με κοίταξε και αυτός. Στο βλέμμα του μπορούσα να διακρίνω όλη την οδύνη, την καταστροφή που είχε προξενήσει. Τα δάκρυα στα βλέμματα των αθώων που κατέστρεψε. Εκείνων που δεν έφταιγαν σε τίποτα, που άξιζαν μια ευκαιρία να ζήσουν. Και τώρα διαισθανόμουν ότι επρόκειτο να γίνω ένας από αυτούς. Στο βλέμμα το δικό μου, προσπάθησα να βάλω μέχρι και την τελευταία σταγόνας ελπίδας και απόγνωσης που είχα μέσα μου. Θυμήθηκα τα λόγια της μαμάς «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής του ανθρώπου». Ίσως και τώρα τα δικά μου μάτια να ήταν ο καθρέφτης της καρδιάς μου. Σαν αυτόν του μπαμπά, που δεν έχω τολμήσει να κοιτάξω εδώ και 1μιση χρόνο που έχει φύγει. Τότε είδα ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια του. Ένιωσα θυμό. Δεν έχει το δικαίωμα να κλαίει ο διάβολος.
Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Έκανε ένα βήμα πίσω, κοιτάει γύρω του και στρέφει το όπλο του προς τον σκύλο. Ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια μου και βούλωσα τα αυτιά μου τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα ματώσουν. Όταν τα ξανάνοιξα μία λίμνη από αίμα με πλησίαζε και ένα αμαρτωλό βλέμμα ήταν καρφωμένο πάνω μου. Ήθελα να φωνάξω. Ξέρω όμως ότι θα ήταν μάταιο. Έκανα όμως κάτι πολύ χειρότερο. Χωρίς να το σκεφτώ, άπλωσα το χέρι μου και του έδωσα το καθρεφτάκι του μπαμπά. Εκείνος το πήρε, με χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε. Ποτέ δεν θα τον συγχωρέσω. Ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου. Μα τι σκεφτόμουν; Δεν καταλαβαίνω. Όλα είναι θολά.
Όχι. Όχι. Δεν μου αξίζει αυτό. Δεν μου αξίζει αυτός ο πόνος. Δεν μου αξίζει να μην ξέρω αν θα ζω ή αν θα πεθάνω αύριο. Να ζω μακριά από τον μπαμπά μου. Να τρώω κάθε μέρα ψίχουλα ενώ ξέρω πως οι ψεύτες και οι δολοφόνοι είναι χορτασμένοι. Δεν μου αξίζει να ζω μέσα στην κόλαση. Χρήματα, εξουσία, δύναμη. Αυτοί οι τρεις δαίμονες είναι που θολώνουν την κρίση των ανθρώπων. Εκείνων που είναι αδαείς προς την αδελφοσύνη, που νομίζουν ότι είναι οι ανώτεροι. Εκείνοι είναι που ούτε έχουν ψάξει, ούτε έχουν συναντήσει τη δύναμη της δημιουργίας έναντι της καταστροφής.
Και ξέρεις τι με πονάει περισσότερο απ’ όλα; Ότι αυτός ο διάβολος που μου ‘χάρισε τη ζωή’ και έχει στα χέρια του το αίμα του σκύλου μου, κοιτάζει αμέριμνος τον καθρέφτη μου. Αυτόν που προοριζόταν για τη δική μου αντανάκλαση, όχι ενός τέρατος.