Της Μαριάννας Μπιτσάνη
Φοιτήτρια Νομικής Σχολής
Πρόσφατα πραγματοποίησα την πρώτη μου επίσκεψη στην Εθνική Πινακοθήκη. Βγαίνοντας από το γυάλινο κτήριο, το μυαλό μου ήταν πλημμυρισμένο από χρώμα. Ωστόσο, μόλις λίγες ημέρες μετά, σαν ίζημα μίας χημικής αντίδρασης που καν αντιλήφθηκα, εμφανίστηκε η σκέψη: «Οι πίνακες θα αισθάνονταν πολύ άβολα, αν συνειδητοποιούσαν ότι είναι πίνακες».
Αναλογιστείτέ το. Ο πίνακας στο μουσείο είναι ένα άψυχο αντικείμενο κάποιου κάλλους. Δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι αποτελεί ελαιογραφία σε γαλάζιους ή πορφυρούς τόνους, ούτε το χρώμα του πλαισίου που τον περιβάλλει. Δεν μπορεί να αλλάξει ότι ζωγραφίστηκε από έναν ψυχικά διαταραγμένο ζωγράφο το 1840. Με την ίδια λογική παραμένει απόλυτα απαθής είτε ο επισκέπτης αναφωνήσει «μα τί απαράμιλλη τέχνη!», είτε αν περιφρονητικά σχολιάσει «μία ίδια ζωγραφιά ήταν κρεμασμένη στη σχολική αίθουσα των καλλιτεχνικών μου», είτε τον κοιτάξει με απόλυτα απλανές βλέμμα.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι στον εν λόγω πίνακα γίνεται μία μικρή ένεση «αντίληψης»: Αφού παραπονεθεί ότι τα μουντά χρώματα της αίθουσας δεν κολακεύουν τη χρωματική του παλέτα και αφού τα σχόλια των επισκεπτών μετατραπούν σε πιεστικό βόμβο διανοουμένων εντόμων ξαφνικά θα παγώσει συνειδητοποιώντας ότι είναι πίνακας, είναι έκθεμα. Θα αντιληφθεί πως ο ρόλος του θεμελιώνεται στον προβληματισμό, την όξυνση της καλλιτεχνικής ευαισθησίας, την εξέλιξη της ιστορίας της τέχνης. Και τότε θα αναδυθεί μεγαλιωδώς η ερώτηση «πώς θα το καταφέρω αυτό;». Ακολουθώντας αυτήν τη συνηθισμένη για τους ανθρώπους καφκική πορεία τρέλας θα διαπιστώσει ότι αυτό που τόσον καιρό προέκυπε αβίαστα, το μάγεμα του κοινού ή η αποστροφή του, ξαφνικά είναι αδύνατο να επιτευχθεί.
Η περίπτωση αυτή δεν διαφέρει πολύ από το παιδικό παραμύθι μίας χορεύτριας σαρανταποδαρούσας, η οποία με άνεση συντόνιζε την κίνηση όλων των άκρων της μέχρι να ερωτηθεί: «αλήθεια πώς και χορεύεις τόσο ωραία;». Παρατηρείστε τη χρήση των λέξεων: συχνά τα διαβατήρια αμφισβήτησης και αυτοαξιολόγησης της συμπεριφοράς μας δημιουργούνται υπό τη γλυκιά εντύπωση μίας φιλοφρόνησης, μίας καλοπροαίρετης (;) κριτικής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας γίνεται αντιληπτό ότι κατέχουμε κάποιο ταλέντο ή δεξιότητα που μας καθιστά αρεστούς, ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση αποκτάμε. Αιφνιδίως γινόμαστε κριτές του εαυτού μας, φορώντας τα ρούχα ενός τρίτου, κρατώντας με τη δική του αποστασιοποιημένη ανωτερότητα τον χάρακα του δασκάλου.
Οι Ταοϊστές θεμελιώνουν τη ζωή τους στην αρχή της «μη προσπάθειας», σε μία αποδοχή του ρόλου μας στην τάξη των πραγμάτων, σε μία εναρμόνιση με τη ροή. Αν υιοθετούσαμε, όμως, αυτή τη στάση δίχως να υπερ-προσπαθούμε για ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, σκεπτόμενοι την αντίδραση τρίτων, θα υποχρεούμαστε να αποδεχθούμε ότι δεν είμαστε σημαντικότεροι από τους άλλους. Θα έπρεπε ο φίλτατος πίνακας να αποδεχθεί ότι τα γύρω έργα και οι ίδιοι οι επισκέπτες δεν παρατηρούν τίποτα από τις ατελείς πινελιές του ζωγράφου, την ιστορικότητα του έργου ή τον αταίριαστο φωτισμό, αλλά πιθανώς ήρθαν στην πινακοθήκη υποχρεωτικά για μία εκπαιδευτική εκδρομή ή μία οικογενειακή προσπάθεια γνωριμίας με τον πολιτισμό γεμάτη γκρίνια και απροθυμία.
Ίσως τη σοφία της επί των παραπάνω ζητημάτων να μπορεί να προσφέρει η δεκάδα, τουλάχιστον, έργων του ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Claude Monnet απαρτιζόμενη από πίνακες οι οποίοι έχουν όλοι θέμα τον καθεδρικό ναό της Ρουέν. Οι στιχομυθίες ζηλοτυπίας μεταξύ τους θα ήταν σίγουρα μοναδικές.