Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Παραδόξως η δημοσιοποίηση των «πόθεν έσχες» της πολιτικής μας τάξεως συνέπεσε με τις εκδηλώσεις που έγιναν χθες βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού για δύο Ελληνες πολιτικούς που άφησαν το αποτύπωμά τους, θετικό η αρνητικό, στον δημόσιο βίο τη δεκαετία του 2000. Για τη Μαριέττα Γιαννάκου και για τον Κώστα Σημίτη.
Θεωρητικώς τα δύο γεγονότα δεν συνδέονται. Ωστόσο, αν συγκρίνει κανείς πώς μπήκαν στην πολιτική και πώς βγήκαν από την πολιτική οι δύο πρωταγωνιστές της χθεσινής βραδιάς, και κυρίως πώς πολιτεύτηκαν, θα διαπιστώσει ότι έχουν και παραέχουν σχέση. Διότι καθένας εκπροσώπησε ένα διαφορετικό υπόδειγμα. Και στις σχέσεις του με τον επιχειρηματικό κόσμο και στο πώς αντιλαμβανόταν την έννοια της εξουσίας.
Ας αρχίσουμε όμως το σημερινό σημείωμα με μερικές γενικότερες παρατηρήσεις για τον θεσμό των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Το κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο «υποληπτόμετρον».
Στην προηγούμενη θητεία της η κυβέρνηση κλήθηκε από διεθνείς οργανισμούς και ειδικώς την Ε.Ε. να αναμορφώσει τον θεσμό. Να τον βελτιώσει. Ηταν προαπαιτούμενο για την εκταμίευση δόσεων του Ταμείου Ανάκαμψης!
Μία από τις προτάσεις που έγιναν τόσο από ανώτατους κοινοβουλευτικούς παράγοντες όσο και από την αρμόδια ανεξάρτητη Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα στον έλεγχο της οποίας υπάγεται το «πόθεν έσχες» (ο πρόεδρός της μετέχει στην Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής) ήταν το αυτονόητο: Κάθε χρόνο οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών να συνοδεύονται και από ένα αντίγραφο της αρχικής περιουσιακής κατάστασης, όταν μπήκαν στην πολιτική, η οποία θα αναρτάται στον σχετικό ιστότοπο, για να έχουν τη δυνατότητα οι πολίτες εκλογείς να κάνουν τις συγκρίσεις: Πόσα ακίνητα είχες όταν δεν ήσουν βουλευτής, πόσα ακίνητα έχεις τώρα που έγινες βουλευτής και υπουργός.
Πόσες καταθέσεις είχες όταν ασκούσες ελεύθερο επάγγελμα, πόσες καταθέσεις έχεις τώρα που έγινες πολιτικός. Πόσα δάνεια είχες συνάψει και τι ύψους πριν μπεις στην πολιτική, πόσα τώρα. Απ’ όσο γνωρίζω, η ρύθμιση αυτή δεν υιοθετήθηκε. Ετσι, οι συγκρίσεις αποφεύγονται. Ενώ με δεδομένο ότι οι δηλώσεις αναρτώνται για μικρό χρόνο στο site της Βουλής, είναι αδύνατον να ανατρέξει κάνεις πίσω και να κάνει συγκρίσεις, ακόμη κι αν το ήθελε.
Εκ μνήμης και εκ του προχείρου σας λέω πως πέρυσι θυμάμαι πολιτικό αρχηγό από τα μικρά κόμματα να δηλώνει καταθέσεις 500.000 ευρώ σε ξένα πιστωτικά ιδρύματα και φέτος τον «βλέπω» να έχει καταθέσεις 750.000 ευρώ σε ελληνικά και ξένα πιστωτικά ιδρύματα. Φέτος ο διάλογος για το «πόθεν έσχες» εμπλουτίστηκε και με μια νέα πρόταση την οποία κόμισε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Στέφανος Κασσελάκης στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή τους την περασμένη εβδομάδα: Να δηλώνεται όχι μόνο το ύψος του δανείου που έχουν λάβει υπουργοί και βουλευτές αλλά το τυχόν «κούρεμα», οι ρυθμίσεις γενικότερα που έχουν γίνει επί αυτού, η αναχρηματοδότησή του και λοιπά. Τα δάνεια που χρωστούν οι υπουργοί και οι σύζυγοί τους σε τράπεζες μετρήθηκαν φέτος σε 6.800.000 ευρώ. Η εξάρτηση ενός πολιτικού από τις τράπεζες καθώς και η τυχόν επιεικής αντιμετώπισή του σε σύγκριση με τους κοινούς θνητούς είναι ένα θέμα που απασχολεί όχι μόνο την αντιπολίτευση αλλά και διεθνείς οργανισμούς. Αλλά και ξένες δυνάμεις που βλέπουν ότι, μολονότι η Ελλάδα πέρασε μια μεγάλη περιπέτεια χρεοκοπίας, το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να κινείται με βάση παλαιούς κανόνες, παλαιές συνήθειες και παλαιά ιδιώματα.
Οσον αφορά τώρα τις περιπτώσεις της Μαριέττας Γιαννάκου και του κυρίου Σημίτη, αυτό που μπορεί κανείς να υπογραμμίσει είναι η στάση τους απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς. Μολονότι η Μαριέττα έκανε γάμο με σημαντικό επιχειρηματία (ο οποίος ελύθη), σε όλη της την πολιτική διαδρομή δεν είχε ποτέ χορηγούς και προστάτες. Πάντα πίστευε ότι η πολιτική ορίζει τους κανόνες και ότι η αγορά προσαρμόζεται σε αυτούς. Οχι το ανάποδο. Αυτός είναι ο πραγματικός φιλελευθερισμός. Η σοσιαλδημοκρατία που εκπροσωπούσε ο κύριος Σημίτης και κυριάρχησε τη δεκαετία του 2000 στην Ελλάδα, στη Γερμανία (Σρέντερ) στη Βρετανία (Τόνι Μπλερ) είχε ως απόλυτο δόγμα την υποδούλωση της πολιτικής στις δυνάμεις της αγοράς. Επί της δικής του διακυβέρνησης, μάλιστα, ολόκληροι τομείς της οικονομίας εκχωρήθηκαν σε συγκεκριμένες δυνάμεις της αγοράς με το γνωστό σύστημα των εθνικών πρωταθλητών που καταργούσε τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Ομιλούμε για δύο διαφορετικά υποδείγματα. Προσεγγίσεις, καλύτερα, γιατί το δεύτερο δεν είναι υπόδειγμα. Κι αν και κατά βάση το μοντέλο Σημίτη κυριάρχησε καθώς το αγάπησαν και ηγέτες της συντηρητικής παράταξης, εντούτοις απεδείχθη ότι η υιοθέτησή του υπήρξε καταστροφική για την πορεία της χώρας. Η ίδια η Μέρκελ και ο ίδιος ο Σόιμπλε, η χώρα των οποίων πρωταγωνίστησε στην ακύρωση του βασικού μετόχου των Καραμανλή – Παυλόπουλου, αναγνώρισαν ότι η κλεπτοκρατία και η διαπλοκή έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη χρεοκοπία της χώρας.
Γι’ αυτό και απαίτησαν την εξόντωση ενός ολιγάρχη κι ενός τραπεζίτη από την κυβέρνηση κατά την περίοδο της θητείας του Τσίπρα. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, μυαλό δεν βάζουμε. Και από τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών και από την ατμόσφαιρα που επικρατεί στη χώρα φαίνεται ότι το πολιτικό σύστημα πλην εξαιρέσεων αγαπά τους χορηγούς και τους προστάτες. Οπως δήλωσε την Κυριακή στην εφημερίδα μας και ο διάσημος Αμερικανός συντηρητικός Ντένις Πρέιγκερ, «κάποιοι προτιμούν να είναι δούλοι και καλοταϊσμένοι πάρα ελεύθεροι και νήστες»…