Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Παρελάσεις υπερηφάνειας: Οταν μιλούμε γι’ αυτές, ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνουν. Διαρκούν συνήθως μερικές ώρες και διοργανώνονται στα αστικά κέντρα από μέλη συγκεκριμένης κοινότητας, τα οποία προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή για να διαφημίσουν την ταυτότητά τους. Υπάρχουν όμως κι άλλες παρελάσεις υπερηφάνειας, οι οποίες διαρκούν σχεδόν έναν μήνα. Πραγματοποιούνται στην άλλη Ελλάδα. Και είναι σιωπηρές. Δεν τραβούν την προσοχή γιατί θεωρούνται συνηθισμένες. Δεν μεταδίδονται τηλεοπτικώς. Δεν πάνε πρέσβεις και υπουργοί σε αυτές. Μόνον ο απλός λαός, ο οποίος θέλει απλώς να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του. Οχι να προκαλέσει.
Κι όμως σ’ αυτές τις «παρελάσεις» κάθε Δεκαπενταύγουστο το έθνος ανανεώνει το διαβατήριό του μέσα στον χρόνο. Τα έθιμα παραδίδονται από γενιά σε γενιά. Η παράδοση δεν θεωρείται ντεκαντάνς και φολκλόρ, αλλά πλούτος ακριβός. Το τραπέζι στρώνεται με τοπικές γεύσεις και όχι με ανθυγιεινά burgers από αλυσίδες. Η σχέση μας με το Θείο και με την ορθόδοξη παράδοση ολοκληρώνεται σε ξωκλήσια και σε πανηγύρια γύρω από τραπέζια με παραδοσιακά μουσικά όργανα: ένα δοξάρι, ένα λαούτο, ένα κλαρίνο, ένα ούτι.
Εάν μένει όρθιος, λοιπόν, ο ελληνικός λαός και αν διατηρείται ατόφια η ταυτότητά του παρά τις οργανωμένες επιθέσεις που δέχεται, αυτό το οφείλει στον Αύγουστο. Οταν ολόκληρες οικογένειες, ολόκληρες κοινότητες, ολόκληρα νησιά, που τον χειμώνα είναι διάσπαρτες στα αστικά κέντρα, χαμένες στα τρία σημεία του ορίζονταν μετακομίζουν στους γενέθλιους τόπους, ενώνονται, πιάνονται σφιχτά από το χέρι, θυμούνται από πού παραλαμβάνουν τη σκυτάλη, ανανεώνουν το διαβατήριο του Ελληνος και πάνε παρακάτω.
Σας μεταφέρω μερικές εικόνες από τα κυκλαδονήσια: η μάνα που χορεύει όρθια νησιωτικό χορό με το ηλικίας μόλις τριών ετών κοριτσάκι της μαθαίνοντάς του από αυτή την ηλικία τον ρυθμό και τα βήματα. Ο παπάς που χτύπα την καμπάνα αμέσως μετά τη λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου και ξοπίσω του ακολουθούν στη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας δεκάδες νέα παιδιά. Ο παππούς που παίρνει τα εγγόνια από το χέρι και πάνε με το αγκίστρι και το καλάμι για ψάρεμα στο λιμάνι. Η γιαγιά που φέρνει άρτο και αντίδωρο στο σπίτι από τη λειτουργία, ευλογία για τη γιορτή. Η νεαρά που ξενυχτισμένη περνά έξω από την εκκλησία, κοντοστέκεται, δεν μπαίνει σε αυτήν γιατί έχει μαύρους κύκλους στα μάτια, αλλά κάνει τρεις φορές τον σταυρό της και συνεχίζει τον δρόμο της.
Οι χωριανοί που της Σωτήρος, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Παντελεήμονος, του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας πηγαίνουν σε ξωκλήσια για να γιορτάσουν την Ορθοδοξία και καθένας παίρνει μαζί του τα καλούδια του προκειμένου να δειπνήσουν όλοι μαζί ταπεινά με τσίπουρο, κρασί, ντομάτες, ελιές, κρεμμύδια, ρεβίθια που παρήγαγε η μάνα γη τους.
Ο πατέρας που παίρνει από το χέρι τον 11χρονo γιο να κόβει μαζί του εισιτήρια στο φεριμπότ της γραμμής και να μαθαίνει από μικρός πως βγαίνει ο επιούσιος. Τα εγγόνια που πηγαίνουν στους τάφους των παππούδων και αφήνουν στεφάνια, λουλούδια ακόμα και καρδιές σχηματισμένες από κοχύλια για να τους δείξουν την αγάπη τους. Και ότι δεν τους ξεχνούν. Για να είναι αναπαυμένοι.
Παρέλαση υπερηφάνειας
Κάθε Αύγουστο λοιπόν το έθνος δένεται και συναρμολογείται εκ νέου. Ο,τι είχε χάσει τον χειμώνα το ξαναβρίσκει το καλοκαίρι. Ασχέτως αν όλη την προηγούμενη χρονιά κάποιοι κάνουν τα πάντα για να το διαλύσουν και να το αποσυναρμολογήσουν. Μα πάντοτε κάθε Αύγουστο το χάνουν από τα μάτια τους και μετά το φθινόπωρο απορούν όταν το ξαναβλέπουν μπροστά τους ανανεωμένο.
Δεν είμαι βέβαιος ότι η κυρίαρχη ελίτ που λατρεύει την παγκοσμιοποίηση συλλαμβάνει στα ραντάρ της αυτή τη σιωπηλή παρέλαση υπερηφάνειας. Αυτή που γίνεται γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι, γύρω από ένα ξωκλήσι, μπροστά στη λαβίδα της Θείας Κοινωνίας, μέσα στον χορό ενός διονυσιακούς παραδοσιακού πανηγυριού, κατά τη διάρκεια μιας βαρκάδας, κατά την τέλεση ενός γάμου στη δύση του ηλίου ή μιας βαπτίσεως του μεσημεριού. Συμβαίνουν όμως όλα αυτά. Γιατί τελικώς παγκόσμιο είναι το τοπικό και το εθνικό που έχει ισχυρό χρώμα.
Τα καλοκαίρια η ταυτότητα παραδίδεται σιωπηρώς από γενιά σε γενιά. Σε σημείο που να συγκινείσαι όταν ακούς ένα μικρό παιδί δύο ετών να λέει στη μητέρα του «θέλω να πάω να προσκυνήσω στην Παναγίτσα». Και όταν βλέπεις ένα νεαρό δεκαπεντάχρονο να ξεφυλλίζει το οικογενειακό άλμπουμ και να ανακαλύπτει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες ποια ήταν και από που ξεκίνησε η οικογένειά του. Σε ποια ασβεστωμένη αυλή έπαιξε πρώτη φορά ο πατέρας του, από ποιο μπλε παράθυρο αντίκρισε πρώτη φορά τον ήλιο, σε ποιο ξύλινο θρανίο κάθισε η μητέρα του και κάτω από τον ίσκιο ποιας μπουκαμβίλιας έδωσε το πρώτο ερωτικό ραντεβού του.
Κρατά ο Ελληνισμός
Οσο περισσότερο βλέπω αυτές τις εικόνες με πρωταγωνιστή την… «ύπουλη τρομοκρατική οργάνωση παππούδων και γιαγιάδων» της ελληνικής περιφέρειας που ξέρουν πώς να περνούν συνωμοτικά τα μηνύματα στα εγγόνια τους τόσο λιγότερο ανησυχώ.
Κρατά ο Ελληνισμός. Εστω και μες στη σιωπή. Ετσι κι αλλιώς, αυτή είναι η Ιστορία μας πάντα! Ενα διαρκές κρυφό σχολειό!
Το ψιθύρισμα των θρύλων μας στα αυτιά των παιδιών μας. Τίποτε δεν μπορεί να μολύνει τις δεμένες ελληνικές οικογένειες και τις κλειστές κοινότητες που αναπτύσσονται μέσα στη μικρή κλίμακα. Αυτές να δείτε τι όρκους σιωπής δίνουν και τι μυστικά κρύβουν. Τύφλα να ‘χουν οι λέσχες Μπίλντερμπεργκ όλου του κόσμου. Οι ελληνικές Μπίλντερμπεργκ γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι σε μια ασβεστωμένη αυλή είναι κλάσεις ανώτερες. Γιατί συνωμοτούν δημοσίως αλλά δεν τις παίρνει είδηση κανείς.