Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
H εύκολη λύση για να προσεγγίσουμε τις δύο επίμαχες αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Μισθοδικείο) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις συντάξιμες αποδοχές είναι να αποφανθούμε ότι οι δικαστές αποφάσισαν να δώσουν αυξήσεις στον εαυτό τους και ότι αρνήθηκαν να κάνουν το ίδιο όταν δίκασαν τις προσφυγές χιλιάδων συνταξιούχων.
«Διευκολύνοντας» τον Προϋπολογισμό και την επενδυτική βαθμίδα. Το ίδιο, άλλωστε, λέγεται ότι έκαναν με την απόφαση του Αρείου Πάγου υπέρ των funds. Η εύκολη λύση είναι επίσης να πιστέψουμε την κυβέρνηση που διοχετεύει στον Τύπο την άποψη ότι δεν θα εφαρμόσει την απόφαση του Μισθοδικείου και άρα αυξήσεις στις συντάξεις τους θα δουν μόνον όσοι προσέφυγαν. Νομίζω δεν λέμε όλη την αλήθεια ούτε στην πρώτη περίπτωση ούτε στη δεύτερη. Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα διαφορετικά.
Ομόφωνη η απόφαση
Ερώτημα πρώτον: Αποφάσισαν πράγματι οι δικαστές μόνοι τους; Αφού επισημάνουμε ότι οι δικαστές μας, εκτός από το να ανεβαίνουν στην έδρα, είναι και πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας και έχουν δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας όπως όλοι μας, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι οι δικαστές είναι πλέον μειοψηφία στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο που αποφασίζει επί μισθολογικών θεμάτων. Σε σύνολο 9 μελών τους μόνον οι 3 είναι δικαστές. Οι άλλοι 6 (3+3) είναι καθηγητές και δικηγόροι, οι οποίοι ελέγχονται από την κοινωνία για την ψήφο τους, όταν βεβαίως οι κοινωνίες τούς ελέγχουν. Στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη.
Ερώτημα δεύτερον: Γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο (Εκλογοδικείο) δεν αποφάσισε το ίδιο με το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο έκρινε ότι οι περικοπές στις συντάξεις χιλιάδων πολιτών δεν είναι αντισυνταγματικές και τους αρνήθηκε τα αναδρομικά; Στην πατρίδα μας δυστυχώς, ελλείψει συνταγματικού δικαστηρίου, το οποίο με τις αποφάσεις του θα δεσμεύει τη Διοίκηση να συμπεριφέρεται όμοια επί ομοίων καταστάσεων, η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου Επικρατείας που το 2010 έκρινε το Μνημόνιο συνταγματικό με βάση το «δίκαιο της ανάγκης» δεν δεσμεύει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Γι’ αυτό και εξέδωσε διαφορετική απόφαση. Αντιθέτως, όταν το ΣτΕ δίκασε την υπόθεση των συνταξιούχων, δεσμευόταν από την ίδια του τη νομολογία. «Συνταγματικό» το Μνημόνιο, «συνταγματικές» και οι περικοπές του.
Ανάποδα τώρα: Η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Μισθοδικείο) μπορεί να επηρεάσει τη μελλοντική συμπεριφορά του Συμβουλίου της Επικρατείας έναντι των χιλιάδων συνταξιούχων πολιτών; Για το παρελθόν, μάλλον όχι. Αλλά για το μέλλον ίσως. Καθώς όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Πολύ δε περισσότερο αν οι συντάξεις στις αποδοχές των δικαστών επιστρέψουν στα επίπεδα του 2012 από εδώ και πέρα. Οχι αναδρομικώς.
Ερώτημα τρίτον: Λέει την αλήθεια η κυβέρνηση όταν υποστηρίζει ότι οι δικαστές δεν θα πάρουν στο σύνολό τους την αύξηση αλλά μόνον όσοι ελάχιστοι προσέφυγαν; Εάν θέλει να σηματοδοτήσει ότι αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις συνταγματικώς κατοχυρωμένων θεσμών που καθιέρωσε με κανόνα δικαίου το Κοινοβούλιο, όπως το Μισθοδικείο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, μπορεί να το κάνει. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή υποστηρίζει ότι δεν θα το κάνει με το επιχείρημα ότι είναι μεγάλο το δημοσιονομικό κόστος (ψέματα, οι συνταξιούχοι δικαστές είναι μερικές χιλιάδες), επειδή είναι εδώ οι θεσμοί για έλεγχο επιτήρησης και επειδή έχει το άγχος του Οκτωβρίου για την επενδυτική βαθμίδα. Οι συντάξεις των δικαστών ωστόσο θα αυξηθούν. Για όλους. Ο,τι και να λέγεται ψευδώς. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αναφέρει ρητώς στο σκεπτικό της απόφασής του τα εξής:
«Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφόσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. (…)
Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης του εκκαλούντος δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών».
Καθαρό και λελυμένο
Περισσότερο σαφές το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να γίνει: «Ανεξαρτήτως αν η απόφαση το δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα». Το νομικό θέμα λοιπόν είναι απολύτως καθαρό και λελυμένο. Αυτό που πρέπει να κριθεί στο μέλλον είναι αν η απόφαση αυτή του Μισθοδικείου μετά την έξοδο της Ελλάδος από την επιτροπεία και τα Μνημόνια μπορεί να επεκταθεί στις πολιτικές συντάξεις. Και αν ναι, σε ποιες. Στις απονεμηθείσες ή στις προς απονομή. Θα είναι μια δύσκολη δημοσιονομική εξίσωση για την Πολιτεία, αναμφίβολα λόγω του αυξημένου δημοσιονομικού βάρους που συνεπάγεται, αλλά πρέπει να επιλυθεί. Εστω και με κατανομή του κόστους βαθιά μέσα στον χρόνο.
Οι εξισώσεις που συνεπάγονται μεγάλο δημοσιονομικό κόστος προς όφελος των ολίγων επιλύονται αυτομάτως στην Ελληνική Δημοκρατία. Ωρα είναι να επιλύονται και οι εξισώσεις προς όφελος των πολλών. Για να διαλυθούν εν τη γενέσει τους και οι δηλητηριώδεις υποψίες που αδικούν τον κλάδο στο σύνολό του ότι η Πολιτεία θα προσπαθήσει να καλοπιάσει τους θεσμούς ένεκα των πολύ σοβαρών υποθέσεων που θα κληθούν να διαχειριστούν στο μέλλον.