Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Η σύλληψη του 37χρονου ιερέα, ο οποίος κατηγορείται ότι αποπλάνησε και βίασε νεαρά μαθήτρια του ποιμνίου του, δεν αποτελεί, δυστυχώς, ένα μεμονωμένο γεγονός. Συνιστά ένα τριπλό χτύπημα: Στον θεσμό της ιεροσύνης. Σε εκκλησιαστικούς θεσμούς, όπως το κατηχητικό, και στα κέντρα νεότητας, την ύπαρξη των οποίων είχαμε ξεχάσει.
Στη συνοχή μιας τοπικής συνοικίας των Αθηνών, στην οποία τα τελευταία χρόνια το Ισλάμ πλειοψηφεί και η Ορθοδοξία είναι ένας από τους τελευταίους φάρους αντίστασης και ελληνικότητας.
Δυστυχώς, η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια στιγμή που ούτε η πολιτική ηγεσία αλλά ούτε και τμήμα της εκκλησιαστικής ηγεσίας δείχνουν να αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική είναι η διαχρονική επίδραση της ιεροσύνης στην ελληνική κοινωνία. Την ώρα που σε όλα τα δημοφιλή σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης όλες οι εξελίξεις περιστρέφονται γύρω από τον ενοποιητικό ρόλο του «παπά του χωριού» («Σασμός», «Άγριες μέλισσες»), ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ειρωνεύτηκε την παρουσία ιερέων στην τελετή αγιασμού των Rafale, ενώ είναι κοινό μυστικό πως και σε άλλα υψηλότερα επίπεδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας μας υπάρχει ροπή προς τον πειρασμό και την αμαρτία. Πειρασμό αντίστοιχο των λειτουργών της Καθολικής Eκκλησίας.
Η αποστολή της ιεροσύνης είναι σημαντική στους καιρούς μας. Αρκεί και μόνο να έχει κανείς τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τη χειροτονία ενός κληρικού. Το περασμένο καλοκαίρι είχα αυτή τη σπάνια ευκαιρία. Ο αγαπητός μου σεβασμιότατος μητροπολίτης Παροναξίας Καλλίνικος, ο οποίος έκανε τα πρώτα ποιμαντορικά του βήματα στην πατρίδα μου, την Αίγινα, δίπλα στον αείμνηστο Υδρας, Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεο, με προσκάλεσε στη συγκινητική τελετή χειροτονίας ενός διάκου, του Μάρκου Κυδωνιέως, σε ιερέα. Η τελετή έγινε στην εκκλησία του Αγίου Αρσενίου στην Πάρο.
Ο Μάρκος, γιος ιερέα, του πατρός Δημητρίου, μεγάλωσε αγαπώντας την Ορθοδοξία, την Ελλάδα, την οικογένεια και την παράδοση. Τον έχω παρακολουθήσει ο ίδιος στο παρελθόν να παίζει τσαμπούνα με την πρεσβυτέρα του, με ένα φλασκί από κρασί σε εκκλησάκι στην Αντίπαρο. Η τελετή της μετάβασης στην ιεροσύνη έχει έναν χαρακτήρα συγκινητικό. Ολοι οι ιερείς συνοδεύουν τον υπό χειροτονία διάκο σε κάθε φάση της λειτουργίας στην οποία «πρωταγωνιστεί» ως ιερεύς, προτού ακόμη χειροτονηθεί.
Διαβάζει το Ευαγγέλιο, μεταλαμβάνει τους πιστούς, δίνει αντίδωρο και στο τέλος στέκεται ενώπιον του μητροπολίτη και δίνει διαβεβαιώσεις για τις αρχές τις οποίες θα ακολουθήσει κατά τον ιερατικό του βίο.
Εκείνη την ημέρα ο νέος ιερέας, γεμάτος συστολή, ζήτησε συγγνώμη ενώπιον του εκκλησιάσματος από τον σεβασμιότατο για κάποιο θέμα που τον στενοχώρησε, φίλησε το χέρι της μητέρας του πρεσβυτέρας, ζητώντας της την ευχή της, ενώ ασπάστηκε με σεβασμό τον πατέρα του Δημήτριο, ιερέα της Αντιπάρου, μέσα σε κλίμα συγκίνησης.
Παρόντα, και τα τρία παιδιά του.
Λίγες μέρες αργότερα, μαζί με φίλους και αγαπημένα πρόσωπα δειπνήσαμε με τον πατέρα Δημήτριο, τον πατέρα Μάρκο και τις οικογένειές τους. Μόλις όμως η ώρα πήγε 11, το δείπνο ολοκληρώθηκε. Οι ιερείς δεν ξενυχτούν σε δημόσια θέα!
Τώρα, γιατί τα αναφέρω όλα αυτά…
Διότι ο κληρικός, ο οποίος κινείται στη μικρή κλίμακα, ζει διάφανα, τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, και οφείλει να αποτελεί πρότυπο. Όχι παράδειγμα προς αποφυγή. Η δε πρεσβυτέρα είναι ο καθρέφτης του.
Όσα κηρύσσει ο ιερεύς κάθε Κυριακή από την ωραία Πύλη πρέπει να αποτελούν βίωμά του, πεποίθησή του, πίστη του. Δεν είναι «έπεα πτερόεντα».
Υπό αυτήν την έννοια είναι ευθύνη της Εκκλησίας μας, και ιδιαιτέρως των μητροπολιτών μας, πόσο γρήγορα προάγουν τους κληρικούς στη βαθμίδα του ιερέα. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να έχεις αποδείξει ότι το αξίζεις. Η ίδρυση της ήδη εξαγγελθείσης πανεπιστημιακής σχολής επείγει.