Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Διαβάζω από χθες συντονισμένα χλευαστικά σχόλια για τον θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων, μετά την αποκάλυψη ότι τρεις ιδιώτες που μετείχαν στις παρακολουθήσεις πολιτικών επιθυμούν να καταθέσουν στη Δικαιοσύνη υπό αυτό το καθεστώς για όλα όσα ωραία διέπρατταν εις βάρος του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στην πατρίδα μας, οι μάρτυρες αυτοί -που σε άλλες χώρες καλούνται «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» και εξετάζονται κατά προτεραιότητα- χρωματίστηκαν με τη φορτισμένη στην Ιστορία μας λέξη «κουκουλοφόροι». Ο χρωματισμός αυτός υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αποδοτικός, καθώς στην ελληνική κουλτούρα ο «κουκουλοφόρος» είναι -εξαιτίας της γερμανικής κατοχής- συνώνυμος με τον σπιούνο, το «καρφί», τον δωσίλογο. Ανήκουν όμως αυτές οι περιπτώσεις σε αυτή την κατηγορία; Καθώς έτσι ονομάζουμε συνήθως αυτούς που καταδίδουν πατριώτες Ελληνες σε ξένους, όχι διεφθαρμένους Ελληνες σε δικαστές, όπως είναι το επίδικο.
Γιατί, άραγε, μια κοινωνία χρειάζεται τους προστατευόμενους μάρτυρες; Η αλήθεια είναι πως, όταν στο παρελθόν οι εθνικοί κανόνες δικαίου ήταν αρκετοί για να πατάξουν αποτελεσματικά το έγκλημα, δεν τους χρειαζόμασταν. Από τη στιγμή που το έγκλημα απέκτησε υπερεθνικά χαρακτηριστικά καταστρέφει με ευκολία -με τη βοήθεια εθνικών Αρχών- τις αποδείξεις που αποτυπώνουν τα ίχνη του και τρομοκρατεί ακόμη και δικαστές, τότε το ύστατο καταφύγιο, η μαρτυρία υπό προστασία, είναι αναγκαστικώς βασική επιλογή.
Χωρίς μάρτυρες μέσα από τα σπλάχνα των μηχανισμών της διαφθοράς, είτε επώνυμους είτε ανώνυμους, τίποτε δεν θα είχε αποκαλυφθεί στις μέρες μας. Ούτε ο μηχανισμός παρακολουθήσεων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων εκατομμυρίων πολιτών που αποκάλυψε ο Σνόουντεν ούτε οι σκοτεινοί μηχανισμοί αποσταθεροποίησης κυβερνήσεων από μυστικές υπηρεσίες που αποκάλυψε ο Ασανζ με τα WikilLeaks ούτε ο τρόπος που «ξέπλεναν» στην Ελβετία μαύρο χρήμα οι φοροφυγάδες όλου του πλανήτη, όπως αποκάλυψε ο Φαλτσιανί.
Μου κάνει εξαιρετική εντύπωση ότι στην Ελλάδα ηγούνται της εκστρατείας κατά του θεσμού των προστατευόμενων μαρτύρων -η πλήρης θεσμοθέτηση των οποίων αποτελεί εθνική υποχρέωση συμμόρφωσης προς Κοινοτική Οδηγία- διανοούμενοι που αυτοπροσδιορίζονται ως διαπρύσιοι κήρυκες της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας, και μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανθρωποι που σε άλλες συνθήκες θα επέκριναν δριμύτατα την Ουγγαρία και την Πολωνία, αν δεν ενσωμάτωναν στην έννομη τάξη τους το κοινοτικό κεκτημένο. Θα μπορούσα να καταρρίψω τις ενστάσεις τους για τον θεσμό των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος με δύο επιχειρήματα μόνο.
Το πρώτο: Οταν 10 επώνυμοι μάρτυρες της δίκης για το γνωστό πλοίο που μετέφερε 2,3 τόνους ναρκωτικά είναι σήμερα νεκροί, διερωτώμαστε γιατί έχουμε ανάγκη ως εθνική έννομη τάξη τούς προστατευόμενους μάρτυρες; Το δεύτερο: Οταν η Πολιτεία η ίδια νόθευσε αποδεικτικά στοιχεία φοροφυγάδων της «λίστας Λαγκάρντ», αγνόησε τραπεζικό λογαριασμό πολιτικού της υπόθεσης Novartis και κατέστρεψε ηχητικά ντοκουμέντα της παρακολούθησης Ανδρουλάκη (ποιος θα μας προστατέψει από τους φύλακες του νόμου;), διερωτώμεθα τι χρειαζόμαστε τους προστατευόμενους μάρτυρες; Σοβαρά;
Επιλέγω να ακολουθήσω, όμως, τον δύσκολο δρόμο, τον αξιακό. Τα ανωτέρω αυτονόητα επιχειρήματα λογικής μπορεί να τα φέρει στο μυαλό του κάθε καλόπιστος πολίτης.
Ερώτημα πρώτο, λοιπόν, ιδεολογικό αυτή τη φορά, απευθυνόμενο προς τους διαπρύσιους κήρυκες της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας: Οταν η Αμερική, που θαυμάζουμε για το δικαιικό της καθεστώς, υιοθετεί με ενθουσιασμό τον θεσμό του προστατευόμενου μάρτυρα για υποθέσεις εθνικού και διεθνούς συμφέροντος, γιατί εμείς -που θαυμάζουμε τόσο την Αμερική- τον απορρίπτουμε με χλεύη;
Ερώτημα δεύτερο: Μπορεί η Ν.Δ. να αμφισβητήσει τον θεσμό του προστατευόμενου μάρτυρα; Μα, τρεις φορές η Δικαιοσύνη απέρριψε επί των ημερών της τα αιτήματα του Αντώνη Σαμαρά, του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Ανδρέα Λοβέρδου και άλλων για το «ξεκουκούλωμά» τους. Τρεις φορές τούς προστάτεψε. Κατόπιν επιθυμίας και του αμερικανικού Δημοσίου, που καταδίκασε σε αποζημίωση τη Novartis χάρη στις μαρτυρίες τους.
Δεν θυμάμαι να ενοχλήθηκε ιδιαίτερα η Ν.Δ. από τις αποφάσεις αυτές. Ούτε να τις αμφισβήτησε. Το γεγονός ότι το ελληνικό υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε προς διαβούλευση νομοσχέδιο που εξαιρεί τη μαρτυρία δημοσίου συμφέροντος για εθνικές υποθέσεις διαφθοράς δεν λέει κυριολεκτικώς τίποτα. Και μόνη η τυχόν πιστοποίηση ότι παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ ή, ακόμη χειρότερα, από το λογισμικό απόρρητες διεθνείς επικοινωνίες υπουργού της κυβέρνησης με ξένους ομολόγους του αρκεί για να χαρακτηριστεί η υπόθεση των ελληνικών υποκλοπών διεθνής υπόθεση.
Οταν λοιπόν πρόκειται για σκάνδαλο που αφορά την ομαλή λειτουργία ή τη διατάραξη του δημοκρατικού πολιτεύματος, το συμπέρασμα είναι απλό: Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να λέει «δεν τους θέλουμε». Είναι ύποπτος. Παριστάνοντας, μάλιστα, τον θιγμένο.
Αν πράγματι είναι αθώος, έχει 10 φορές μεγαλύτερο έννομο συμφέρον από οιονδήποτε άλλον να επιθυμεί την πλήρη διαλεύκανση. Ακόμη και αν οι μάρτυρες έχουν κρυμμένα τα πρόσωπά τους.