Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Παρατηρώ με ενδιαφέρον ότι όλοι οι Ηρακλείς του στέμματος, οι οποίοι ήρθαν με μετεγγραφή στη φιλελεύθερη παράταξη, περίπου πανηγυρίζουν για την απαράδεκτη παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν στα εσωτερικά πολιτικά μας πράγματα και εισηγούνται στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να την αξιοποιήσει προς ίδιον πολιτικόν όφελος.
Μερικοί, μάλιστα, είναι τόσο αλαζόνες, ώστε θεωρούν πως, αν το δίλημμα που θα τεθεί στον ελληνικό λαό είναι «Μητσοτάκης ή Ερντογάν», τότε ο Τσίπρας δεν θα έχει λόγο να διεκδικήσει την πρωθυπουργία. Ο νικητής είναι από τώρα γνωστός.
Πρόκειται, πράγματι, για ενδιαφέρουσα οπτική των πραγμάτων, υπό μία προϋπόθεση όμως: Αν θες να είσαι τουρκοφάγος πριν από τις εκλογές, πρέπει να είσαι αποφασισμένος να είσαι τουρκοφάγος και μετά τις εκλογές. Αν θες να είσαι μακεδονομάχος πριν από τις εκλογές, όπως έπραξε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης του 2018, πρέπει να είσαι μακεδονομάχος και μετά τις εκλογές. Αλλιώς, αν επενδύσεις στην προβολή ενός προφίλ που δεν είσαι, τότε ο λογαριασμός που θα πληρώσεις στο πολιτικό ταμείο μετά τις κάλπες θα είναι δυσθεώρητος.
Η Νέα Δημοκρατία ήδη πληρώνει μεγάλο πολιτικό κόστος στη βόρειο Ελλάδα, όπου τα ποσοστά της υποχωρούν γιατί αθέτησε όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις που έδωσε ότι θα δώσει μάχη στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, ώστε να μην αναγνωριστούν μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα! Κόστος το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι οι γείτονες Βούλγαροι μας έβαλαν τα γυαλιά: Ηγειραν βέτο στην ενταξιακή προοπτική των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση για τα ίδια ακριβώς θέματα και έναν χρόνο μετά κατάφεραν ένα καίριο πλήγμα στο αφήγημα του μακεδονικού αλυτρωτισμού. Τα Σκόπια δεσμεύτηκαν ότι θα αλλάξουν το Σύνταγμά τους και ότι θα αναγνωρίσουν βουλγαρική εθνική μειονότητα στο έδαφός τους!
Αυτό που δεν έκανε η Αθήνα το έκανε η Σόφια. Επειδή ήμουν παρών, μέσα στο Βελλίδειο, σε εκείνη την ομιλία του κυρίου Μητσοτάκη και θυμάμαι καλά ότι το σύνολο των παρισταμένων σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκροτούσε ως Μεσσία για τις υποσχέσεις που έδινε για το Μακεδονικό, για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: Ο λαϊκισμός στα εθνικά θέματα πληρώνεται με τόκο μετεκλογικώς. Αν δεν πιστεύεις αυτά που υπόσχεσαι και έχεις τον νου σου μόνο μέχρι την κάλπη, άσ’ το καλύτερα.
Αυτό που έπραξε ο πρόεδρος Ερντογάν, ο οποίος κάλεσε τον ελληνικό λαό με δημοκρατικές μεθόδους να δώσει ένα «μάθημα» στις ηγεσίες «που τον βάζουν σε περιπέτειες», συνιστά πράγματι μείζον ολίσθημα. Ειδικά όταν προέρχεται από κάποιον που μας κατηγορεί ότι αναμειγνυόμαστε στα εσωτερικά της Τουρκίας επειδή φιλοξενούμε στην Ελλάδα πολιτικούς πρόσφυγες, καταδιωκόμενους οπαδούς του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Και κατά τούτο ο έμπειρος ελληνικός λαός ξέρει τι πρέπει να κάνει με τις νουθεσίες του Τούρκου ηγέτη: Θα τις πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Όσοι είναι μυημένοι, μάλιστα, στα μυστικά της εσωτερικής πολιτικής κουζίνας της Τουρκίας γνωρίζουν ότι ο λαϊκός έμπορος Ερντογάν τα βρίσκει πιο εύκολα και συμπαθεί ηγεσίες που έχουν ομοιότητες με τη δική του, όπως του τραχύ Εντι Ράμα και του «μπράβου» Μπόικο Μπορίσοφ. Παρά με αμερικανοσπουδαγμένες ηγεσίες τύπου Μητσοτάκη στην Ελλάδα και Πετκόφ στη Βουλγαρία.
Όσα λέει δε υπό μορφή οδηγιών προς τον ελληνικό λαό και ιδιαιτέρως προς το εκλογικό σώμα λειτουργούν από μόνα τους εις βάρος του και σε έναν βαθμό υπέρ του πρωθυπουργού. Για να αγανακτήσεις με αυτά δεν χρειάζονται κατά παραγγελία πρωτοσέλιδα, αναλύσεις, υποδείξεις και δηλώσεις. Αρκεί η ανάγνωση του περιεχομένου της παρέμβασης του κυρίου Ερντογάν.
Είναι όμως τόσο απελπισμένοι ορισμένοι αναλυτές και Ηρακλείς του στέμματος στην Ελλάδα, ώστε στην προσπάθειά τους να φιλοτεχνήσουν ένα υπερπατρωτικό προφίλ στον πρωθυπουργό, κατάλληλο να κόψει εισιτήρια στις προσεχείς εκλογές, ρέπουν σε ασύλληπτες υπερβολές. Λησμονώντας ότι εξωτερική πολιτική ασκεί κανείς και μετά τις εκλογές, όχι μόνο πριν από αυτές. Αν ήμασταν σίγουροι ότι ο πρωθυπουργός θα ασκούσε την ίδια πολιτική και μέσα στον προσεχή χειμώνα, θα του εισηγούμασταν κι εμείς να επενδύσει στο προφίλ του τουρκοφάγου απέναντι στον Ερντογάν. Αλλά γιατί να λέμε ψέματα; Ο κύριος Μητσοτάκης δεν πιστεύει σε αυτή τη γραμμή πολιτικής. Πιστεύει στον συμβιβασμό. Σχεδόν όλοι οι υπουργοί και οι σύμβουλοι που έχει δίπλα του αυτό τού εισηγούνται: τον συμβιβασμό που υποτίθεται θα μπορέσει να κάνει χωρίς το άγχος της επανεκλογής και του πολιτικού κόστους μετά την απομάκρυνση από τις κάλπες.
Ήδη η αλλαγή της ελληνικής θέσης, όπως διατυπώθηκε από δύο υπουργούς, ότι «η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια συνιστά εθνικισμό», αποτελεί ένδειξη των προθέσεών του. Δεν γίνεται λοιπόν να διακηρύσσεις κάτι που δεν είσαι. Που δεν πιστεύεις. Κάτι που δεν θα γίνεις ποτέ. Είναι ολέθριο.
Μακάρι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να πίστευαν στην περισσότερο διεκδικητική και αποφασιστική στάση τόσο απέναντι στους συμμάχους μας όσο και απέναντι στους γείτονες Τούρκους. Μακάρι να ήταν περισσότερο απρόβλεπτοι. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε κι εμείς την ίδια άποψη της προεκλογικής επένδυσης στο πατριωτικό προφίλ του πρωθυπουργού. Αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι, η αγαπημένη λέξη στο Μέγαρο Μαξίμου είναι πρωτευόντως ο ρεαλισμός και έπειτα ο πατριωτισμός.
Κάτι, άλλωστε, που θα φανεί και απ’ όλα όσα θα συμβούν στο Μακεδονικό. Αμέσως μετά τις εκλογές και υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσκοπήσεις θα επιβεβαιωθούν, μην έχετε αυταπάτες: Μία από τις πρώτες αποφάσεις της νέας κυβέρνησης θα είναι να κυρώσει τα μνημόνια αμυντικής συνεργασίας με τα Σκόπια! Συμπεραίνω λοιπόν: Ο λαϊκισμός στα εθνικά θέματα είναι επικίνδυνος πειρασμός. Και ο πατριωτισμός, δύσκολη ανηφόρα. Για λίγους.
YΓ. 1: Κατά τη χθεσινή του παρέμβαση στο Ευρωκοινοβούλιο ο πρωθυπουργός έδειξε το χθεσινό πρωτοσέλιδο της «δημοκρατίας» για να υποστηρίξει ότι υπάρχει ελευθεροτυπία στην Ελλάδα. Πράγματι, οι αξιολογικές κρίσεις δεν ενοχλούν τον πρωθυπουργό. Οι αποκαλύψεις, το ρεπορτάζ και οι πληροφορίες τον ενοχλούν όμως. Προ μηνών από του βήματος του Κοινοβουλίου είχε αποκαλέσει μέλος συμμορίας τον εκδότη μας με το επιχείρημα ότι γράφει ψέματα. Ενώ προχθές το πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο απεφάνθη ότι έγραψε την αλήθεια. Ας μην μπερδεύει λοιπόν ο κύριος πρωθυπουργός τις αξιολογικές κρίσεις με το ρεπορτάζ. Το δεύτερο εδιώχθη επί των ημερών του και απεκαταστάθη προσφάτως με δικαστική απόφαση.
ΥΓ. 2: Ανδρουλάκης και Παπαδημούλης έβαλαν από κοινού κατά της κυβέρνησης της Ν.Δ. το 2009 και ο κύριος Μητσοτάκης δεν απάντησε λέξη, λες και ηγείται άλλου κόμματος. Αρχίζει η έξοδος του Μεσολογγίου με δική του ευθύνη…