Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Την ώρα που οι προβολείς των μέσων ενημέρωσης ήταν προχθές το απόγευμα στραμμένοι στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και στις υστερίες του κυρίου Τσακαλώτου και της ομάδας του (οι οποίοι αρνούνταν να αποδεχτούν την πολιτική ήττα τους), στο προσκήνιο και το παρασκήνιο της πολιτικής καταγραφόταν μία μείζων πολιτική εξέλιξη που δυσκολεύει τους χειρισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του κύριου Μητσοτάκη στις προσεχείς εκλογές.
Σε μεγάλο βαθμό ανατρέπει και τη στρατηγική του πρωθυπουργού, ο οποίος εσχάτως εγκατέλειψε σχεδόν τον στόχο της αυτοδυναμίας, διακηρύσσοντας ότι δεν είναι αυτοσκοπός, και υιοθέτησε το σενάριο της συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον ίδιο. Απόφαση πολιτικώς ακατανόητη. Διότι στις διαπραγματεύσεις την πρώτη κίνηση δεν την κάνουν ποτέ οι ισχυροί. Ποια ήταν αυτή η εξέλιξη;
Η δημόσια συνεννόηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη ότι αποκλείεται συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με επικεφαλής τον κύριο Μητσοτάκη. Η διατύπωση του κυρίου Ανδρουλάκη δεν ικανοποίησε απολύτως τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί το βέτο περιελάμβανε και τον κύριο Τσίπρα, αλλά για πρώτη φορά πριν από τις εκλογές διακηρύχθηκε το μείζον: το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, αν επικεφαλής πρωθυπουργός κυβέρνηση συνεργασίας είναι ο κύριος Μητσοτάκης. Πώς ακριβώς εξελίχθηκαν τα πράγματα;
Έκκληση σε Ανδρουλάκη
Στη δευτερολογία του στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο κύριος Τσίπρας απηύθυνε έκκληση στον κύριο Ανδρουλάκη, η οποία σε ελεύθερη μετάφραση αποδίδεται ως εξής: «Εντάξει, καταλαβαίνουμε ότι είναι νωρίς για να ανοίξεις τα χαρτιά σου, αλλά τουλάχιστον ξεκαθάρισε ότι δεν θα αποτελέσεις δεκανίκι της Δεξιάς», όπως αποκαλεί ο κύριος Τσίπρας τη φιλελεύθερη παράταξη. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως από το βήμα του προσυνεδρίου του ΠΑΣΟΚ. Εκεί ο κύριος Ανδρουλάκης ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να στηρίξει ούτε τον κύριο Μητσοτάκη ούτε τον κύριο Τσίπρα για το πρωθυπουργικό αξίωμα. Ηταν η πρώτη φορά που αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ήταν τόσο ξεκάθαρος.
Η τοποθέτηση αυτή θεωρητικά βλάπτει εξίσου και τους δύο πρωταγωνιστές της πολιτικής μας ζωής, πρωθυπουργό και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα όμως πλήττει τον σημερινό δυνατό στις δημοσκοπήσεις, όχι τον δεύτερο και αδύνατο. Και τούτο διότι αποδεικνύει πόσο λανθασμένα έπραξε το Μέγαρο Μαξίμου όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη στρατηγική της αυτοδυναμίας και να προχωρήσει πολλούς μήνες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών σε ένα δημόσιο φλερτ με το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο κύριος Μητσοτάκης θα είναι ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Δεν γνωρίζουμε ποιος έπεισε τον πρωθυπουργό ότι ακόμη και με τον δικό του εκλογικό νόμο είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει την αυτοδυναμία σε σημείο που να το πάρει απόφαση και να εγκαταλείψει πριν από τις εκλογές το βασικό πολιτικό του όπλο, το δίλημμα «σταθερότητα ή περιπέτεια», που οδηγεί στη μέγιστη δυνατή συσπείρωση της κεντροδεξιάς παράταξης. Αγνωστον! Οποιος και να ‘ναι, η εντύπωση που εκπέμπεται προς το εκλογικό σώμα είναι ότι ο κύριος Μητσοτάκης διαπραγματεύεται τον εαυτό του και τον ρόλο του, όχι το ποσοστό της παράταξής του. Η εντύπωση που σχηματίζεται είναι ότι η Νέα Δημοκρατία παρακαλά το ΠΑΣΟΚ.
Και αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος για μια μεγάλη παράταξη όπως η Νέα Δημοκρατία, η οποία, όπως έχει αποδείξει στο παρελθόν, έχει ισχυρά αντανακλαστικά και γνωρίζει να ξεπερνά πολιτικές θύελλες, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι διατηρεί ανόθευτη την ταυτότητά της. Και ότι, βεβαίως, ως ηγεμονική δύναμη του τόπου διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δυστυχώς η στρατηγική που ακολουθεί το Μέγαρο Μαξίμου μέχρι τώρα οδηγεί στην απώλεια και των δύο. Και της ταυτότητας της Νέας Δημοκρατίας, η διατήρηση της οποίας είχε ως αποτέλεσμα σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις τη μέγιστη δυνατή συσπείρωσή της, και της πρωτοβουλίας κινήσεων.
Η παράταξη πασοκοποιήθηκε κατά τη διακυβέρνηση και αυτό είχε δύο ολέθριες συνέπειες: την ψυχική αποκοπή ενός μέρους της εκλογικής της βάσης, η οποία, δυσαρεστημένη, αναζητά λύσεις σε κόμματα και κομματίδια στα δεξιά της, και την πολιτική ανάσταση του ΠΑΣΟΚ στα αριστερά της. Το οποίο από εσωτερική συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας επανέρχεται σήμερα ως αξιόμαχη πολιτική δύναμη στο προσκήνιο. Ο κύριος Ανδρουλάκης απέκτησε ξανά διαπραγματευτική ισχύ χάρη στα λάθη των αντιπάλων του. Ειδικά της φιλελεύθερης παράταξης, η οποία έφτασε μέσω του κυρίου Μητσοτάκη να δηλώνει μέσα στο Κοινοβούλιο, απευθυνόμενη ειρωνικά προς την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να καταταγεί δεύτερο κόμμα στις εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ τρίτο κόμμα.
Η οποία παράταξη επίσης προέβαλε υπέρ το δέον φουσκωμένες δημοσκοπήσεις που έδειχναν το ΠΑΣΟΚ κοντά στο 20%, προκειμένου να πλήξει τον κύριο Τσίπρα. Σήμερα η στρατηγική αυτή αποδεικνύεται ολότελα λανθασμένη και το κόμμα πέφτει στην παγίδα που έστησε και στους δύο αντιπάλους του. Ο κύριος Ανδρουλάκης, όπως από την πρώτη μέρα προειδοποιήσαμε, είναι βαθύ ΠΑΣΟΚ, αντιδεξιός και ως Κρητικός κατά βάση αντιμητσοτακικός. Θα επιθυμούσε πολύ να μη μετάσχει σε καμία κυβέρνηση συνεργασίας, με στόχο να εκμεταλλευτεί τη φθορά των αντιπάλων του για να αναδειχθεί μετά τέσσερα χρόνια σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό θα ήταν το ιδανικό για αυτόν, αλλά είναι σε συνάρτηση με την εκλογική του επίδοση.
Επειδή ξέρει όμως ότι θα πιεστεί από τον ξένο ευρωπαϊκό παράγοντα και δυνάμεις του εσωτερικού για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν αποδεκτό και θα περιλαμβανόταν στον σχεδιασμό του μόνον αν, πρώτον, μετέχει και ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν και, δεύτερον, αν οριστεί πρωθυπουργός άλλο πρόσωπο από τους κυρίους Μητσοτάκη και Τσίπρα. Και ο μεν αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να σκέφτεται έτσι, διότι έτσι υπαγορεύει το συμφέρον του κόμματος αλλά και του ίδιου προσωπικά. Η Κεντροδεξιά όμως τι λόγο έχει να γίνει μέρος της στρατηγικής του, εγκαταλείποντας τον πολιτικό στόχο της αυτοδυναμίας; Πετσέτα στην πολιτική πετάς μόνο με βάση το αποτέλεσμα της κάλπης. Τότε ανοίγεις τα χαρτιά σου. Δεν πετάς πετσέτα με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Αν η Νέα Δημοκρατία θέλει να εξουδετερώσει αυτόν τον πολιτικό κίνδυνο και να αφοπλίσει τον αντίπαλό της, ξέρει τι να κάνει. Δεν ξέρω αν το θέλει, οι δημοσκοπήσεις όμως δείχνουν τι να κάνει. Σε καιρούς αντισυστημικούς, η απάντηση δεν είναι περισσότερο σύστημα. Σε καιρούς ανατροπής και αμφισβήτησης των πάντων, η απάντηση είναι περισσότερη ταυτότητα και πίστη στις ρίζες. Διότι όποιος κι αν κερδίσει στον συστημικό συναγωνισμό για το ποιος είναι περισσότερο ΠΑΣΟΚ, η φιλελεύθερη παράταξη ή η κεντροαριστερά αντιπολίτευση, η επόμενη μέρα δεν θα είναι εύκολη. Αντιθέτως, θα είναι υπονομευμένη.
Ο νικητής θα κληθεί να υπηρετήσει βαριές επιλογές. Ο ελληνικός λαός έδειξε ανοχή σε αυτού του είδους τις επιλογές στο παρελθόν, αλλά δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα δείξει την ίδια ανοχή και τώρα. Η συγκρότηση δικομματικής κυβέρνησης πλειοψηφίας με επικεφαλής τη Νέα Δημοκρατία, δικομματικής κυβέρνησης μειοψηφίας με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, τρικομματικής κυβέρνησης με όλους δεν θα λύσει το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Εναν χρόνο μετά, το 2024 το αργότερο, που θα επιχειρηθεί η επιβολή εθνικού συμβιβασμού στα Ελληνοτουρκικά και μνημονίου μέσω Ευρώπης (ESM), όλα θα γίνουν στάχτη.