Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Mετά την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε εντολή να δοθεί στη δημοσιότητα το κείμενο της παρουσίασης που έκανε ενώπιον αυτού για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκτός ημερησίας διατάξεως, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Επειδή το κείμενο, πλην της πληθώρας στατιστικών στοιχείων, περιείχε και ποσοτικοποιημένους στόχους διετίας – έως το 2023 να έχουμε «ανέβει» επενδυτική βαθμίδα, έως το 2022 να έχει καταστεί μόνιμη η μείωση των φόρων, όπως η πλήρης κατάργηση της εισφοράς αληλλεγγύης κ.ά.-, η εντολή Μητσοτάκη είχε προφανή πολιτική στόχευση: Να πείσει ότι πρόκειται να εξαντλήσει την τετραετία. Πιθανόν. Δεν αποκλείεται. Ωστόσο, τα δεδομένα της παρουσιάσεως, σε συνδυασμό με τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στο αμέσως προσεχές μέλλον, ίσως και να οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα: Οι πίνακες με τους αριθμούς του υπουργείου Οικονομικών να μας λένε ότι από τώρα έως το βαθύ φθινόπωρο είναι το ιδανικό πολιτικό μομέντουμ για έναν εκλογικό αιφνιδιασμό. Και τούτο διότι όσα μαθαίνουμε «απέξω» σε συνδυασμό με όσα σχεδιάζονται «μέσα» κατατείνουν στο εξής σχήμα: Ο πρωθυπουργός μελετά την απελευθέρωση της οικονομίας όπως την αντιλαμβάνεται ένας κλασικός φιλελεύθερος πολιτικός (μειώσεις φόρων επιχειρήσεων – ιδιωτικοποιήσεις), σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη μείωση των δημόσιων δαπανών, όπως αυτή περιγράφεται στο πόρισμα Πισσαρίδη.
Οι πληροφορίες που κυκλοφορούν, άλλωστε, και μας έρχονται από Βερολίνο – Βρυξέλλες είναι απολύτως συγκεκριμένες: Οι θεσμοί ζητούν την περιστολή των προνοιακών επιδομάτων χιλιάδων Ελλήνων, καθώς θεωρούν ότι τα εισπράττουν φορολογούμενοι που δεν τα δικαιούνται. Οι Γερμανοί πιέζουν την κυβέρνηση παρασκηνιακώς να «ακουμπήσει» και πάλι τις συντάξεις -ήδη δημιουργείται ατμόσφαιρα από ελληνικά πρωτοσέλιδα προπομπούς μαζί με τις δηλώσεις Τόμσεν-, με αντάλλαγμα την επιτάχυνση της εκταμίευσης των κονδυλίων «μαμούθ» του Ταμείου Ανάκαμψης! Η δημοσιονομική προσαρμογή επανέρχεται ως έννοια στο κυβερνητικό λεξιλόγιο, λοιπόν, καταρχάς με την κατάργηση των αναστολών και των προγραμμάτων επιδότησης της ιδιωτικής οικονομίας. Σε δεύτερο επίπεδο θα επανέλθει ως αίτημα μείωσης του κοινωνικού κράτους, που αποτελεί τη sine qua non προϋπόθεση για να ανακτήσει η Ελλάς επενδυτική βαθμίδα στις αγορές. Για να χρηματοδούμε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με φθηνό δανεισμό, εντελλόμεθα να συρρικνώσουμε τις δημόσιες δαπάνες.
Στο φόντο αυτό, που οι φιλελεύθεροι αποκαλούν μεταρρυθμιστικό, θα πρέπει να εντάξει κανείς τη μείωση των υπερωριών εργασιακό νομοσχέδιο), την εκχώρηση των εισφορών επικουρικών συντάξεων σε ασφαλιστικές εταιρίες (μίνι συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο) και την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας μετά την απόσυρση του προστατευτικού δικτύου του κράτους (reset). Τριάντα εννέα δισ. ευρώ δανεικά ως κρατική επιδότηση για τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα μέσα σε δύο χρόνια (2020-2021) είναι κάτι που θα αργήσουμε πολύ να δούμε στο μέλλον.
Η ανεργία θα αυξηθεί τον χειμώνα. Τούτων δοθέντων η κυβέρνηση έχει κάθε συμφέρον να παρουσιάσει στους πολίτες τον απολογισμό της πρώτης διετίας το φθινόπωρο, να φωτίσει τις μεταρρυθμιστικές αλλαγές που σχεδιάζονται προς όφελος της μεσαίας τάξης και να μισοπεί, χωρίς να αποκαλύψει, όμως, τα σχέδια για την κατάργηση των χιλιάδων επιδομάτων και για τη νέα μείωση των συντάξεων που πλήττουν τους οικονομικώς αδυνάμους. Αυτός είναι «ο δρόμος του Κέντρου, του εκσυγχρονισμού και της προόδου», όπως τον περιέγραψε ανοιχτά ο πρωθυπουργός στη συνάντησή του με τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Σάντσεθ προ ημερών, προσθέτοντας για ισορροπία και την έννοια «κοινωνική φροντίδα». Αυτή η συνταγή είναι, άλλωστε, και η μόνη μαζί με τις τομεακές πολιτικές Δημόσιας Τάξης, Μετανάστευσης και Παιδείας, που διαφοροποιεί τη Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στα λοιπά ταυτίζονται πλέον σε όλα: Πρέσπες, 6 μίλια, εγκατάλειψη των ερευνών υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, κάνναβη, ΛΟΑΤΚΙ, θεία κοινωνία, Αγιο Φώς, παρελάσεις κ.ο.κ.
Με ποια επιχειρήματα μπορεί κανείς να εμφανιστεί, λοιπόν, στον ελληνικό λαό το φθινόπωρο και να ζητήσει ανανέωση της εντολής; Ιδού στοιχεία από την παρουσίαση του υπουργείου Οικονομικών: Πρώτον, ότι στη διάρκεια της κρίσης το 75% της κοινωνίας (συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπαλληλοι σούπερ μάρκετ κ.ά.) δεν είχε εισοδηματικές απώλειες. Μισθοί και συντάξεις καταβάλλονταν κανονικά. Δεύτερον, ότι το υπόλοιπο 25% της κλειστής ιδιωτικής οικονομίας (μισθωτοί εργαζόμενοι και επιχειρηματίες, αγρότες) ενισχύθηκε και επιδοτήθηκε με 39 δισ. ευρώ. Τρίτον, ότι αυξήθηκαν οι τραπεζικές καταθέσεις κατά 25 δισ. ευρώ, οι οποίες τώρα αναμένεται να πέσουν στην κατανάλωση. Τέταρτον, ότι το πρωτογενές έλλειμμα από 7% φέτος θα μηδενιστεί του χρόνου. Πέμπτον, ότι η μείωση των φόρων που πέτυχε η κυβέρνηση την πρώτη διετία (ΕΝΦΙΑ, συντελεστές νομικών – φυσικών προσώπων, ασφαλιστικές εισφορές) θα καταστεί μόνιμος. Αρα θα ξέρεις τι σου ξημερώνει. Έκτον, ότι μειώνονται τα «κόκκινα» δάνεια (από 46% το 2019, στο 30% το 2021). Εβδομον, ότι τα έσοδα από τον τουρισμό (στο 24% του 2019 πέρυσι), μαζί με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και την τόνωση της αγοράς ακινήτων, αυξάνονται.
Αυτή τη στιγμή -καταλήγω- η κυβέρνηση (θεωρεί ότι ) μπορεί να απευθύνεται ταυτοχρόνως σε δύο ακροατήρια: Στους ξένους, στους οποίους με τη φράση «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να ανέβουμε επενδυτική βαθμίδα» κλείνει το μάτι ότι μετεκλογικώς θα περικόψει τις δημόσιες δαπάνες. Στους Ελληνες, στους οποίους με όπλο τη μείωση της φορολογίας και το Ταμείο Ανάκαμψης επιχειρηματολογεί ότι έχει σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Στο ξέφωτο του Σεπτεμβρίου αυτή η πολιτική μπορεί να έχει εκλογικό αντίκρισμα. Μετά τον Οκτώβριο, ο ορίζων σκοτεινιάζει και πάλι. Το δείχνει και το Ευρωβαρόμετρο.