Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Το περασμένο καλοκαίρι, αμέσως μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, η εφημερίδα «Η Καθημερινή» δημοσίευσε την πληροφορία ότι, εκτός από το κινητό του κυρίου Ανδρουλάκη, παρακολουθούνταν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και τα τηλέφωνα τουλάχιστον επτά πολιτικών ακόμη. Η κυβέρνηση δεν αντέδρασε. Περιορίστηκε να χαρακτηρίσει το δημοσίευμα αόριστο. Ενώ, όταν ρωτήθηκε αξιωματούχος της στην Επιτροπή Θεσμών, δεν το διέψευσε. «Δεν λέω ούτε ναι, ούτε όχι» απάντησε.
Πριν από δύο εβδομάδες οι εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα», καθώς και ο τηλεοπτικός σταθμός Mega μετέδωσαν την πληροφορία ότι κυβερνητικό κέντρο με έδρα το Μαξίμου, εκτός από πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, παρακολουθούσε υπουργούς της και επιχειρηματίες. Στα δημοσιεύματα, μάλιστα, «φωτογραφήθηκαν» ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, καθώς και παράγοντες του ποδοσφαίρου, οι οποίοι, μέχρι να μάθουν ότι παρακολουθούνταν, ήταν φίλα διακείμενοι προς την κυβέρνηση.
Και πάλι η κυβέρνηση σιώπησε. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξέδωσε, κατ’ εντολή του πρωθυπουργού, μία χλιαρή ανακοίνωση, η οποία χαρακτήριζε τα δημοσιεύματα «εικασίες» και το Μαξίμου επιχείρησε να κλείσει το θέμα.
Χθες, Κυριακή, η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Documento» δημοσίευσε μακρά λίστα με ονόματα 33 παρακολουθούμενων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται τα ονόματα ενός πρώην πρωθυπουργού της Ν.Δ., 11 υπουργών, βουλευτών και κυβερνητικών αξιωματούχων της Νέας Δημοκρατίας και των συζύγων τους (οι δύο εξ αυτών, ο κύριος Πατέλης και η κυρία Πελώνη, εδρεύουν στο Μαξίμου), κορυφαίων επιχειρηματιών, διευθυντών εφημερίδων, ηθοποιών, ακόμη και οικονομικών συμβούλων του ίδιου του πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση αυτή τη φορά αντέδρασε, εξαπολύοντας δριμεία επίθεση προς τον εκδότη της εφημερίδας, χαρακτηρίζοντάς τον «εθνικό συκοφάντη», που έχει σχέση με ρωσικά κεφάλαια, ενώ, σε ό,τι αφορά το δημοσίευμα αυτό καθαυτό, μίλησε για «φαιδρότητες», για «παραμυθάδες», για «τυφλοπόντικες». Η οξύτητα της επίθεσης ήταν αντιστρόφως ανάλογη σε σύγκριση με τις προηγούμενες ανακοινώσεις της, όταν οι αποκαλύψεις έγιναν από φιλικές προς την κυβέρνηση εφημερίδες. Αυτή είναι η πρώτη διαπίστωση.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι πως, με εξαίρεση τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, κύκλοι του οποίου χαρακτήρισαν «αδιανόητο» το να υπονοεί κανείς ότι ο πρωθυπουργός τον παρακολουθούσε, καθώς και την Ολγα Κεφαλογιάννη, η οποία είχε πάρει σαφείς αποστάσεις από το καλοκαίρι, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, όλοι οι υπόλοιποι σιώπησαν. Σιώπησε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Σιώπησε ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης. Σιώπησε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης. Σιώπησε ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας. Σιώπησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Σιώπησε ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Σιώπησε ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης. Σιώπησε ο υφυπουργός Νίκος Χαρδαλιάς. Σιώπησε ο περιφερειάρχης Γιώργος Πατούλης. Μόνο η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στη λίστα «βόμβα», άφησαν κάποιες αιχμές σε δήλωση στη συγκεκριμένη εφημερίδα. Όλοι οι υπόλοιποι, σιγή ασυρμάτου!
Τα ερωτήματα, λοιπόν, που προκύπτουν μετά το δημοσίευμα της προσκείμενης στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδας είναι τα εξής και αποστέλλονται προς δύο κατευθύνσεις: το πρώτο προς τους κορυφαίους της Νέας Δημοκρατίας, καθώς, όπως προκύπτει από αλλεπάλληλα δημοσιεύματα εφημερίδων φιλικών αλλά και εχθρικών προς την κυβέρνηση, η υπόθεση των υποκλοπών δεν περιορίζεται μόνο στην παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων για λόγους «εθνικής ασφαλείας», αλλά στην παρακολούθηση πρώην προέδρου του κόμματος, των μελών του μισού υπουργικού συμβουλίου και των οικογενειών τους, στην παρακολούθηση κορυφαίων επιχειρηματιών και άλλων:
Ποιες πολιτικές και νομικές πρωτοβουλίες θα αναλάβετε προκειμένου να σωθεί η τιμή της συντηρητικής παράταξης, αφού αλλεπάλληλα δημοσιεύματα συγκλίνουν στον ισχυρισμό ότι το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων είναι κυρίως ένας αδελφοκτόνος πόλεμος στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και του ευρύτερου συστήματος και δευτερευόντως απόπειρα παρακολούθησης των πολιτικών αντιπάλων; Θα δώσετε τα κινητά σας προς έλεγχο, για να διαπιστωθεί αν έχουν μολυνθεί ή όχι; Κύριε Σαμαρά; Εσείς που κάνατε καριέρα καταγγέλλοντας παρακράτος θα πείτε κάτι; Κύριε Αδωνι; Εσάς που τα οικογενειακά σας έγιναν φέιγ βολάν θα πείτε ξανά ότι ο κόσμος δεν νοιάζεται για τις παρακολουθήσεις αλλά για την πείνα που έρχεται; Κύριε Δένδια; Θα ζητήσετε ευθέως εξηγήσεις από τον πρωθυπουργό ή θα περιορίζεστε σε δηλώσεις κύκλων σας, στις οποίες θα αφήνετε υπαινιγμούς ότι πολλοί θα ήθελαν να σας παρακολουθούν «και εντός Ελλάδος» και θα χαρακτηρίζετε «αδιανόητο» -λέξη Καραμανλή- το ενδεχόμενο παρακολούθησής σας; Κύριε Κικίλια; Σας παρακολουθούσαν εσάς και τη σύζυγό σας και λέξη;
Κανείς να μην ξεχνά, ειδικά όσοι έχουν φιλοδοξίες, ότι η παράταξη αυτή έχει μια κορυφαία αξία στο όνομά της: την αξία της δημοκρατίας. Ονομάζεται Νέα Δημοκρατία. Και πρέπει κάθε λέξη αυτού του ονόματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, και το «Νέα» και το «Δημοκρατία», να αντιστοιχεί στο σήμερα.
Προκύπτει όμως και ένα δεύτερο ερώτημα, μετά το δημοσίευμα της προσκείμενης στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδας. Αφορά την κυβέρνηση. Οταν η «Καθημερινή», τα «Νέα» και το «Βήμα», που ανήκουν στον ευρύτερο κεντρώο χώρο, αποκαλύπτουν ότι έγιναν παρακολουθήσεις και άλλων πολιτικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και υπουργοί της Ν.Δ., ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν τις αποκάλεσε παραμυθάδες, τυφλοπόντικες, φαιδρές. Εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Οι χαρακτηρισμοί θα απευθύνονταν προσωπικά στον κύριο Μαρινάκη και στον κύριο Αλαφούζο. Τολμά; Τώρα που μια άλλη εφημερίδα λέει τα ίδια πράγματα και υποστηρίζει ότι έχει στοιχεία, έχει διαφορετική αντιμετώπιση. Γιατί;
Εχουμε εισέλθει δυστυχώς σε μια νέα φάση. Παλαιότερα και μόνο ο ισχυρισμός ότι ένα επιχείρημα το έλεγε ο Πολάκης ή μια εφημερίδα προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε για να το καταρρίψει ως αναξιόπιστο στα μάτια των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Μετά το σκάνδαλο Πάτση, όμως, το οποίο έφερε στη δημοσιότητα ο αψύς Σφακιανός και το οποίο επιβεβαίωσε πλήρως η Νέα Δημοκρατία διαγράφοντας από τις τάξεις της τον βουλευτή Γρεβενών, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μετά την επίσκεψη, επίσης, της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου PEGA, η οποία θεώρησε ότι η κυβέρνηση δεν έδωσε καμιά εξήγηση για το θέμα των υποκλοπών και ζήτησε να έχει ξεκαθαριστεί αυτό μέχρι τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών, το πράγμα έχει αλλάξει. Το ζήτημα δεν είναι πλέον ποιος λέει τι και για ποιο σκοπό (όπως σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), αλλά αν αυτό το «τι» είναι αλήθεια ή ψέματα. Η κυβέρνηση αναμετράται με την αλήθεια των πεπραγμένων της και όχι με την πράγματι χαμηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση που επιχείρησαν στο παρελθόν οι συριζαίοι αντίπαλοί της. Και η αλήθεια αυτή, για το καλό της παράταξης, θα πρέπει να διαλευκανθεί μέχρι τις εκλογές και να αποδοθούν ευθύνες.
Δεν είναι δυνατόν δημοσιογράφος να ρωτά προσφάτως έναν εκ των κορυφαίων υπουργών που είναι στη λίστα που δημοσιεύτηκε αν το τηλέφωνό του παρακολουθείτο και αν το έστειλε για έλεγχο και εκείνος να απαντά «Δεν θέλω να ξέρω. Διότι, αν μάθω, θα γίνει κακό». Δεν είναι δυνατόν δημοσιογράφος να επισκέπτεται προσφάτως κορυφαίο υπουργό το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στη λίστα στο πολιτικό του γραφείο και εκείνος να απομακρύνει τα κινητά τηλέφωνα και να ανοίγει τον ήχο της τηλεόρασης στη διαπασών για να μην μπορεί να υποκλαπεί ήχος μέσα στον χώρο.
Δεν είναι δυνατόν πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, που είχε προ καιρού εκφραστεί σε ιδιωτική συζήτηση με δημοσιογράφο αρνητικά για στέλεχος του Μαξίμου, να τον καλεί την επομένη στο κινητό τηλέφωνο και να του πλέκει ύμνους για το ίδιο πρόσωπο με τη διευκρίνιση «for the record»!
Ολα αυτά πρέπει να ξεκαθαριστούν. Δεν μπορεί να πάει η Ν.Δ. όμηρος αυτής της ιστορίας στις εκλογές. Δεν μπορεί να επικρέμαται πάνω της η βαριά σκιά ότι παρακολουθούσε τους υπουργούς της και κορυφαίους επιχειρηματίες της χώρας. Και στο παρελθόν πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και όλο το υπουργικό συμβούλιο έπεσαν θύματα παρακολουθήσεων υποκλοπών, αλλά από ξένες δυνάμεις. Οχι από την ίδια του την παράταξη. Οπως λοιπόν είπε κάποιος από τα Ανώγεια το καλοκαίρι και έσπευσαν να του επιτεθούν κάποιοι με non paper, μια λέξη αρκεί: κάθαρση!
Και κάτι τελευταίο: Για όσους απορούν πώς έπεσαν τόσα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος της κυβέρνησης σε μια αντίπαλη εφημερίδα της Αριστεράς (μην ψάχνουμε τον Πολάκη εδώ) η απάντηση είναι η εξής: τα κάστρα πέφτουν από πολύ μέσα. Ο αδελφοκτόνος πόλεμος είναι ο χειρότερος.