Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Επειδή κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε οι ξένες εφημερίδες και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου στην πατρίδα μας και διαμαρτυρόμαστε για τις εκθέσεις τους, ας κάνουμε μια απόπειρα να εξηγήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα μας.
Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις! Με θητεία 30 χρόνων στον αθηναϊκό Τύπο, τα 20 εξ αυτών σε επιτελικές θέσεις, μπορώ -νομίζω- να καταθέσω με αξιοπιστία τη γνώμη μου και να δώσω απάντηση στο ερώτημα «πόσο ελεύθεροι είμαστε οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα να ασκούμε το λειτούργημά μας;».
Αφορμή για το σημείωμά μου σήμερα είναι η έκρηξη οργής του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για το ζήτημα που έχει προκύψει με την ελευθερία του Τύπου (το τελευταίο αρνητικό δημοσίευμα ήρθε από τους «New York Times») ενώπιον ακροατηρίου στο London School of Economics, όταν ρωτήθηκε σχετικώς από προπτυχιακό φοιτητή. Αφορμή, ο λογικοφανής ισχυρισμός του ότι δεν είναι δυνατόν να αξιολογούν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα την Ελλάδα κάτω από το Τσαντ στην ελευθερία του Τύπου και να την κατατάσσουν στην 108η θέση παγκοσμίως.
Ποια είναι η αλήθεια και πού αρχίζει το ψέμα, όμως; Ας το δούμε! Με σκοπιμότητα ή χωρίς, η Πολιτεία ταυτίζει την ελευθερία του Τύπου με την ελευθερία της έκφρασης και μόνον. Ενώ η έννοια της ελευθερίας του Τύπου είναι ευρύτερη και, εκτός από την ελευθερία έκφρασης γνώμης, περιλαμβάνει ακόμα κάτι, εξίσου σημαντικό: την ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας. Την ανάδειξη της σημασίας της από ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ιστότοπους και άλλα ΜΜΕ. Τη μη υποβάθμισή της.
Είναι ουσιώδες να κατανοήσουμε ότι η ελευθερία έκφρασης και η διαμόρφωση γνώμης συνδέονται ευθέως με την έγκαιρη και την αξιόπιστη πληροφόρηση. Ο πολίτης διαμορφώνει άποψη με βάση την πληροφορία και τον προσωπικό κώδικα αξιών του. Στις δημοκρατίες η σωστή πληροφόρηση οδηγεί σε καλύτερες αποφάσεις. Ο κ. Μητσοτάκης ορθώς επί της αρχής υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχει απεριόριστη ελευθερία έκφρασης γνώμης και ότι ο ίδιος δεν έχει στραφεί ποτέ δικαστικώς κατά δημοσιογράφων, ακόμα κι αν θεωρεί ότι αδίκησαν τον ίδιο ή και μέλη της οικογενείας του.
Αν και ο κανόνας αυτής της ελευθερίας έχει και τις εξαιρέσεις του (ας μην αποκαλύψω ποιος κορυφαίος πολιτικός έστελνε SMS σε καναλάρχες και τους επιτιμούσε κάθε φορά που είχαν προσκεκλημένο στις εκπομπές τους τον άλφα γεωπολιτικό αναλυτή Μάζη, τον βήτα δημοσιογράφο Λυγερό, τον γάμα απόστρατο, τον δέλτα σατιρικό ηθοποιό Λαζόπουλο, που δεν ήταν της αρεσκείας του, με συνέπεια την εξαφάνισή τους από τις τηλεοράσεις για καιρό -γίνονται και αυτά, αλλά μη χαλάσουμε τις καρδιές μας), ας συμφωνήσουμε στο προφανές: Οτι, ναι, στην Ελλάδα κατοικούν 10.000.000 Ελληνες, που έχουν 20.000.000 γνώμες, τις οποίες εκφράζουν ελευθέρως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε σημείο υπερβολής, μάλιστα. Χωρίς ο πολιτικός κόσμος, πλην εξαιρέσεων, να αντιδρά.
Εχει δίκιο σε αυτό, λοιπόν, ο πρωθυπουργός. Το νομοθετικό πλαίσιο στην πατρίδα μας είναι ούτως ή άλλως φιλελεύθερο. Ο κολασμός που προέβλεπε στο παρελθόν ο Ποινικός Κώδικας, με στερητικές της ελευθερίας ποινές για την περιύβριση Αρχής και για τη βλασφημία των θείων, έχει καταργηθεί. Αυτό που θεωρείται αδίκημα στην Τουρκία και είχε ως συνέπεια να υποβληθεί μήνυση εναντίον μου από τον πρόεδρο Ερντογάν στην Ελλάδα δεν θεωρείται ούτε καν πταίσμα. Η δικαιική μας τάξη το αξιολογεί αλλιώς. Αν ίσχυε ο τουρκικός ποινικός κώδικας στην Ελλάδα, η μισή χώρα θα εσύρετο στα δικαστήρια μετά τις αγοραίες ύβρεις που εξέμεσε κατά του πρωθυπουργού σε ζωντανή μετάδοση στις φωτιές της Εύβοιας και της Βαρυμπόμπης. Δεν εσύρθη, όμως.
Με την ελευθερία έκφρασης σε γενικές γραμμές -πλην εξαιρέσεων- καλώς, λοιπόν. Με την πληροφορία, όμως, τι γίνεται; Διότι στους καιρούς μας, όπως αποδεικνύεται, οι πολιτικοί δεν φοβούνται τις γνώμες. Τις πληροφορίες που διαμορφώνουν τις γνώμες φοβούνται. Πόσο ελεύθερα διακινούνται οι πληροφορίες; Πόσο εγκαίρως μαθαίνουμε τις πληροφορίες; Εδώ υπάρχει θέμα. Και με τα κανάλια, και με τα ραδιόφωνα, και με τους ιστότοπους, και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως το facebook. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Τύπο, που πρωτοστατεί στην αποκάλυψη της υπόθεσης των υποκλοπών.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να υποβαθμίζει, αν όχι να εξαφανίζει, τις αρνητικές ειδήσεις που την αφορούν. Ή να τις χρωματίζει με τη δική της οπτική. Χωρίς μάλιστα να λερώνει εμφανώς τα χέρια της. Ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι όλα τα ΜΜΕ, αυτά αποφασίζουν. Το γεγονός ότι τα υπάκουα μέσα επιδοτούνται σκανδαλωδώς με κονδύλια-μαμούθ από τη λίστα Πέτσα, από το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», από τις καμπάνιες του υπουργείου Υγείας και του υπουργείου Ενέργειας, από τις παχυλές επιδοτήσεις του ΕΚΟΜΕ για τα σίριαλ, από την αναστολή της καταβολής των δόσεων για τις άδειές τους είναι… ασήμαντη λεπτομέρεια. Ποιος μίλησε για χειραγώγηση;
Παραδείγματα υποβάθμισης ή και εξαφάνισης ειδήσεων, έναν σωρό. Στέκομαι σε τρία τυχαία: Ποιο κανάλι μετέδωσε ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος, η Εύη Χριστοφιλοπούλου, η εισαγγελέας Ράικου κατέθεσαν στο Ειδικό Δικαστήριο ότι οι Τουλουπάκη – Παπαγγελόπουλος δεν είχαν δόλο σε όλα όσα τους αποδίδονται, ότι δεν διαθέτουν στοιχεία για να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους και ότι είναι αθώοι; Μην το ψάχνετε. Κανένα κανάλι. Μόνο μια αψιμαχία μεταξύ των δικηγόρων Παπαγγελόπουλου – Τουλουπάκη μετέδωσαν και ολίγον από Τσατάνη. Κατά τα λοιπά, «σεβόμαστε» το τεκμήριο αθωότητας και ο Παπαγγελόπουλος είναι ο «Ρασπούτιν».
Ποιο κανάλι μετέδωσε την είδηση ότι ο πρόεδρος Μακρόν έβαλε δημοσίως κατά του προέδρου Μπάιντεν επειδή πουλά στην Ευρώπη το αμερικανικό αέριο σε τιμή δεκαπλάσια από την τιμή πώλησης στην Αμερική; Ποιος ιστότοπος ανέδειξε χθες στα πρώτα του θέματα την είδηση ότι το Ειρηνοδικείο Φλώρινας αναγνώρισε σωματείο που θα διδάσκει τη «μακεδονική γλώσσα» στα σύνορά μας; Ποιος μας ενημέρωσε για τα ξέφρενα πανηγύρια του Ζάεφ και του Δημητρόφ επειδή με τις Πρέσπες ανοίγει θέμα αναγνώρισης «μακεδονικής μειονότητας»;
Δεν έχουν αυτά σημασία για εμάς; Έχουν. Αλλά οι Eλληνες δεν τα μαθαίνουν. Τα καλά και συμφέροντα ταις εξουσίαις ημών. Να μην περιγράψω τι συμβαίνει στο facebook, στο Google και αλλού, όπου η Πολιτεία άγχεται να ελέγχει το λεξιλόγιο και να περιορίζει τη διασπορά ειδήσεων που δεν τη συμφέρουν. Από πού να αρχίσω; Από το γεγονός ότι επιβλήθηκε ο ήπιος όρος «παρακολουθήσεις», αντί του όρου-κόλαφος «υποκλοπές»; Οτι αντικαταστάθηκε ο όρος «παιδεραστής» από τον νεολογισμό «παιδοβιαστής»; Οτι ομολογήθηκε πως θα γίνει παρέμβαση στις πλατφόρμες για να μην αναπαράγουν «ψευδείς ειδήσεις» προεκλογικώς; Ή -θα αποκαλυφθεί κάποια στιγμή επισήμως- ότι κάποιος έδωσε εντολή να κλείσει πάση θυσία ο Ομιλος «Εστία Επενδυτική» και να πεταχθούν στον δρόμο 200 εργαζόμενοι, με πρακτικές που θυμίζουν «αποφασίζομεν και διατάσσομεν»; Παρέλκει, τέλος, να επισημάνω ότι, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, το κακόβουλο λογισμικό παρακολουθούσε 10 δημοσιογράφους που έκαναν έρευνες για σκάνδαλα και ότι ακόμη δεν έχει διαλευκανθεί η δολοφονία Καραϊβάζ.
Ναι, λοιπόν. Υπάρχει πρόβλημα με τη διακίνηση της πληροφορίας. Η διαφορά με το παρελθόν είναι πως στους καιρούς μας όλα γίνονται αθόρυβα, αέρινα, σιωπηρά και βελούδινα, δεν χρειάζεται γύψος. Και για να το συνοψίσω: Προσωπικώς αισθάνομαι απολύτως ελεύθερος να λέω τη γνώμη μου, κανείς δεν μου στέρησε ποτέ το δικαίωμα αυτό. Και κανείς δεν με ενόχλησε γι’ αυτό. Προσωπικώς, βλέπω επίσης πληροφορίες κρίσιμες για τις ζωές των ανθρώπων να «θάβονται». Ο Τύπος και τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι, όμως, το… νεκροταφείο της δημοκρατίας για να «θάβονται» τα νέα. Είναι το θερμοκήπιο της δημοκρατίας. Οι πληροφορίες που διασπείρονται καρπίζουν πάντοτε. Ο Πολωνός δημοσιογράφος Καπισίνσκι γράφει ότι, αν δεν είσαι καλός άνθρωπος, δεν μπορείς να γίνεις καλός δημοσιογράφος. Επαυξάνω: Αν δεν είσαι ενημερωμένος άνθρωπος, δεν μπορείς να γίνεις καλός πολίτης.