Τα λόγια έχουν πάντα μια φυσική υπεροχή στην αναζήτηση της κατάλληλης διαδρομής από το μυαλό στην καρδιά. Ώστε να μην κλονίσουν το αυθόρμητα εύθραυστο σημείο καμπής ανάμεσα στην οργή και τη γαλήνη. Να μην διαταράξουν την ισορροπία, περισσότερο από όσο αντέχει η φόρτιση της συγκυρίας.
Αν μάλιστα τα “ντύσεις” και με μια υποψία μελωδίας, ο απόηχος πολλαπλασιάζεται. Και ακόμη και ο σιωπηλός θρήνος δεν προσθέτει πληγές. Ίσως και να προσφέρει ασυνήθιστα ευπρόσδεκτες στιγμές ανάπαυλας από το σεργιάνισμα στο σκοτάδι.
Η ψυχολογική επίδραση της Μεγάλης Παρασκευής στο μυαλό και την καρδιά κάποιου, εξηγείται εύκολα, όσο δεν στερείς από τον εαυτό σου το δικαίωμα να πιστεύει. Να συμμετέχει. Να πενθεί. Να αγκαλιάζει το δέος κάθε απώλειας, πρόσφατης και περισσότερο μακρινής. Το μυαλό άλλωστε δεν κάνει εξαιρέσεις, ούτε λειτουργεί με την πρόνοια της λήθης.
Πολύ περισσότερο στην εποχή μιας καραντίνας αυτοαποκλεισμού, μια ευκαιρία να ξαναγνωριστεί ο καθένας από εμάς με τον εαυτό του. Αφήνοντας το μυαλό να πάει λίγο πιο μακριά. Διερευνώντας τα όρια της φυσικής άμυνας που κινητροδοτεί η διεκδίκηση της ζωής. Με λιγοστά ή περισσότερα κίνητρα. Και θέτοντας στον εαυτό του, τις μεγάλες και δύσκολες ερωτήσεις. Εκείνες στις οποίες η απάντηση, είτε διστάζει να διατυπωθεί, είτε σκοτεινιάζει περισσότερο την καρδιά.
Μια μέρα αφιερωμένη στα δάκρυα. Και τον μοναχικό περίπατό τους. Από τα μάτια, στα μάγουλα. Με την ανομολόγητη ελπίδα να καθαρίσουν το βλέμμα. Ίσως και να δροσίσουν την καρδιά, όπως την προσπερνούν στην καθοδική διαδρομή τους.
Δεν ζητούν άλλωστε από εμάς πολλά πράγματα. Να σεβαστούμε την επιλογή τους για ένα σύντομο, μοναχικό ταξίδι. Αναζητώντας κάποιες φορές λίγο φως. Για να τα στεγνώσει.
Ακόμη και όταν δυσκολεύονται να το βρουν, ξεγελούν την απόγνωσή τους, σηκώνοντας διστακτικά το βλέμμα ψηλά. Λες και φωνάζουν… Ω γλυκύ μου έαρ.
Του Μάνου Οικονομίδη