Γράφει ο Λευτέρης Κουσούλης
Παρακολουθώντας τον τελευταίο καιρό την παρουσία δύο κύριων κομμάτων, ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ, σχεδόν αυθόρμητα προκύπτει το ερώτημα: σε τι χρησιμεύει η Αντιπολίτευση;
Η συμβατική και στερεοτυπική απάντηση γράφεται στα εγχειρίδια. Υποχρέωση ενός κόμματος της Αντιπολίτευσης είναι να επεξεργασθεί μια πολιτική πρόταση, που ως εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης θα διεκδικήσει την εμπιστοσύνη του λαού και θα αποτελέσει πρόγραμμα κυβερνητικό στην πράξη. Αυτή η πράξη απέχει συχνά από την υπαρκτή εκδοχή της.
Μετά τις εκλογές του 2019 μια ανισορροπία εγκαθίσταται στο λεγόμενο πολιτικό σύστημα. Πέρα από αριθμούς, ένα κέντρο πολιτικό, σχεδόν εκτός πραγματικού, δηλαδή αποτελεσματικού ελέγχου, διαχειρίζεται, με επάρκεια ικανοποιητική, την εξουσία. Οι διπλές εκλογές του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου θα το επιβεβαιώσουν.
Μέσα σε αυτή την εξέλιξη του χρόνου, με τα προβλήματα στη διακυβέρνηση εύκολα ορατά, το ως τότε επιβεβαιωμένο κενό στην Αντιπολίτευση βαθαίνει. Για διαφορετικούς λόγους το καθένα, τα δύο κόμματα της Αντιπολίτευσης αδυνατούν να διατυπώσουν μια κωδικοποιημένη έστω, συνολική, με ενότητα και ενιαίο σώμα, πολιτική πρόταση. Ούτε να εργάζονται πειστικά για την ελπίδα ότι μπορούν να το πετύχουν.
Σε αυτή την αδυναμία υπάρχει ένας βαθύτερος συμβιβασμός. Πρόκειται για την αποδοχή ότι η σημερινή συνθήκη δεν έχει εύκολη αντίκρουση και ότι ως δυνάμεις σε απόσταση από την εξουσία δεν διαθέτουν την αντοχή στον χρόνο που απαιτεί κάθε πολιτική προετοιμασία για την κατάκτηση της λαϊκής εμπιστοσύνης.
Το πλέον καθοριστικό είναι ότι δεν διαθέτουν, εξαντλημένες στη διαδρομή, το ψυχικό σθένος και την αναγκαία πάντα βούληση μιας σύγκρουσης με την υπάρχουσα κατάσταση. Ξεκινώντας από την επεξήγησή της, ως την επιβαλλόμενη αλλαγή της.
Η πολιτική είναι μια υπόθεση πρώτα από όλα «απέναντι και εναντίον». Απέναντι στη συνθήκη που έχει εγκατασταθεί και των πολιτικών εκφραστών της πρώτα, που με τον λόγο, τη στάση και φυσικά τις αποφάσεις τους, ορίζουν την πολιτική τροπή των πραγμάτων. Ταυτόχρονα αυτό το «απέναντι και εναντίον» είναι αδιαίρετα και διαλεκτικά συνδεδεμένο με μια πολιτική πρόταση εναλλαγής, όχι ως μηχανική διαδοχή, αλλά ως νέα κατάσταση, η οποία θα χτιστεί με οδηγό μια νέα κινητήρια ιδέα.
Αντί αυτού παρατηρεί κανείς στην Αντιπολίτευση έναν ακτιβισμό πάνω στο επίκαιρο, έναν ανούσιο σχολιασμό των τυχαίων γεγονότων, που δεν έχει κάτι να προσθέσει στα ήδη τετριμμένα και γνωστά.
Δίπλα στην άνυδρη αυτή ζώνη, η κινητικότητα που χαρακτηρίζει το κυβερνητικό σχήμα τού εξασφαλίζει πέρα από την αναγκαία καθημερινή εικόνα δράσης και μια υπόσταση πολιτική, μια οντότητα που υπερβαίνει τη φθορά του επίκαιρου, που λαμβάνει χαρακτηριστικά τομής, ακόμη και εκεί που δεν πρόκειται παρά για τρέχουσες διαρρυθμίσεις.
Η πρωτοβουλία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών θέτει στην Αντιπολίτευση πολλά ζητήματα πολιτικής ευθύνης και είναι μια ευκαιρία να αναρωτηθεί και αυτή αν χρησιμεύει σε κάτι τελικά.