Γράφει η Κατερίνα Γαλανού
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι πολίτες άκουγαν. Τι θέλουν τα κόμματα που κατεβαίνουν στις εκλογές, τι επιδιώκουν οι πολιτικοί αρχηγοί.
Άκουσαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει τον απολογισμό της διακυβέρνησης του, να τοποθετείται με ουσιώδη τρόπο, αυτοκριτικά, απέναντι στα λάθη του, να παρουσιάζει συγκεκριμένους στόχους για την επόμενη τετραετία.
Να εξηγεί γιατί είναι κρίσιμο να μην ανατραπεί ο μετασχηματισμός της χώρας και να προχωρήσει στο δρόμο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και της αντιμετώπισης των προκλήσεων και των εθνικών κινδύνων, με ένα ισχυρό και συμπαγές κυβερνητικό σχήμα.
Άκουσαν τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να υπόσχεται μια προοδευτική διακυβέρνηση, χωρίς, σε καμιά στιγμή να μπορεί να της προσδώσει ουσιαστικό πολιτικό ή προγραμματικό περιεχόμενο.
Στις αρνήσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων για μετεκλογική, εφεύρισκε μια άλλη εκδοχή κυβέρνησης. Στον κολοφώνα της απελπισίας του, πρότεινε ως προγραμματική βάση το να κλείσει στη φυλακή τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ζητιάνεψε μέχρι τις ψήφους της Χρυσής Αυγής.
Εμφάνισε ως πρόγραμμα, μια συρραφή από υποσχέσεις που περιλαμβάνονταν στο θρυλικό πρώτο πρόγραμμά της Θεσσαλονίκης, αυτό που «ξέχασε» να υλοποιήσει όταν έγινε κυβέρνηση, και νέες προτάσεις πλήρως ακοστολόγητες γιατί – όπως αναφώνησε ο κ. Τσίπρας μέσα στη Βουλή – «αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;»
Έκρυψε τον Παύλο Πολάκη, μην τυχόν και πει ότι θα βάλει ο ίδιος στη φυλακή τον Μητσοτάκη, αλλά ήταν τελικά ο Γ. Κατρούγκαλος που δεν κατάφερε να κρύψει μέχρι τέλους ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ η μεσαία τάξη θα αποτελέσει το «χρυσό χορηγό» σε περίπτωση επανόδου στην εξουσία. Όπου μεσαία τάξη είναι, όποιος έχει πάνω από 5.000 ευρώ.
Άκουσαν, επίσης, οι πολίτες τον Νίκο Ανδρουλάκη να διεκδικεί με πάθος την αναγέννηση του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, χωρίς να συνδέει αυτή του τη διεκδίκηση με κάποιο ρεαλιστικό και ουσιαστικό σχέδιο κυβερνητικής σύμπραξης που θα έχει στόχο την προοδευτική αναγέννηση της χώρας.
Τουναντίον συνέπλευσε με τα κορυφαία αιτήματα Τσίπρα περί κάθαρσης και φυλακών, αγνοώντας το αίσθημα των ψηφοφόρων του κόμματος του και την ανάγκη της κοινωνικής πλειοψηφίας για πολιτική ηρεμία. Το ’89 από την ανάποδη δεν είναι κοινωνικό αίτημα και ο κ. Ανδρουλάκης, εάν δεν το αντελήφθη, αγνόησε απλώς μια πραγματικότητα.
Αντίστοιχα ο κόσμος άκουσε έναν «φρέσκο» και αυθεντικό Δημήτρη Κουτσούμπα να προσπαθεί να ανακαινίσει την πρόσοψη ενός παλαιού ιδεολογικού «οικήματος», μέσα στο οποίο δύσκολα μπορεί να ζήσει ένας σύγχρονος άνθρωπος. Το ΚΚΕ, παρά τις οχλήσεις για σύμπραξη και ανοχή, παραμένει αμετακίνητο στη θέση του: μένουμε έξω από τον κυβερνητικό χορό για λέμε – χωρίς να ζητάει κανείς λογαριασμό – ότι τραγούδι λέμε.
Ακούστηκαν και όσα είχε να πει ο Γιάνης Βαρουφάκης. Σίγουρος και με αυτοπεποίθηση, να προτείνει ξανά τη ρήξη. Την ίδια ρήξη που διαφήμιζε και το 2015 όταν ο Αλέξης Τσίπρας τον διάλεξε για αυτό ακριβώς υπουργό Οικονομικών και ταίρι του, στο παίγνιο με την τύχη της χώρας. Πιστεύει ότι δεν είναι πρόβλημα να ανατιναχθούν οι τράπεζες, ούτε ο αγρότης να συναλλάσσεται με «Δήμητρες».
Θεωρητικά, αποκλείει να ξαναβρεθεί σε κυβερνητικό σχήμα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ποιος ειλικρινά πιστεύει ένα αθεράπευτα νάρκισσο, που τόσα χρόνια δεν βρήκε μια συγγνώμη να πει στους χιλιάδες συνταξιούχους που υποχρέωσε να παρακαλάνε για να πάρουν 40 ευρώ από τις τράπεζες, ή τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο από τα capital controls;
Και ο Κυριάκος Βελόπουλος παρουσίασε το δικό του όραμα. Για μια Ελλάδα, που θα κινείται τυχοδιωκτικά στο διεθνές στερέωμα, θα κόβει και θα ράβει το διεθνές δίκαιο κατά πως τη συμφέρει, θα εξοντώνει ηθικά ότι δεν είναι στρέητ πατριωτικό και μισαλλόδοξο, θα στρέφει το πρόσωπο στη Ρωσία, στην Κίνα και όπου αλλού μακριά πάντως από τη Δύση.
Η αποψινή νύχτα και το ξημέρωμα της, είναι η στιγμή που ο πολίτης αγκαλιά με το μαξιλάρι, τη συνείδηση, τα προβλήματα, τα όνειρα και τις προσδοκίες του παίρνει συνήθως τις αποφάσεις ή τις οριστικοποιεί.
Ζυγίζει αν αυτό που ζει, είναι καλύτερο από αυτό που έζησε. Σκέφτεται το μέλλον και τι περιμένει για τον ίδιο και την οικογένεια του. Σταθμίζει το ατομικό συμφέρον με το συμφέρον της χώρας, ή διαχωρίζει εντελώς το προσωπικό του συμφέρον από το συλλογικό καλό.
Τα κριτήρια επιλογής, σαφώς δεν είναι τα ίδια για όλους τους ανθρώπους που φτάνουν στις κάλπες. Υπάρχει όπως πάντα ένας μέσος όρος. Και η πραγματική… πραγματικότητα. Αυτή που κανένας ψηφοφόρος, όσο παθιασμένος, πωρωμένος, βολεμένος ή μη, δεν την αγνοεί. Ακόμη κι αν την προσπεράσει στην κάλπη, τη βρίσκει την επόμενη μέρα μπροστά του.
Η κοινωνία έχει σύνθετα προβλήματα, νέες αβεβαιότητες και αγωνίες. Έχει γι’ αυτό το λόγο, μεγαλύτερη από ποτέ, την ανάγκη για σταθερότητα, σχέδιο για το μέλλον, αξιοπιστία και αποτέλεσμα.
Η χώρα έχει ανάγκη από μια ηγεσία και μια κυβέρνηση, που να εμπνέει εμπιστοσύνη. Μια κυβέρνηση που θα σταθεί εμπόδιο στο αλαλούμ, την παραζάλη, την άγνοια και τον τυχοδιωκτικό αυτοσχεδιασμό. Στεκόμαστε μπροστά στην κάλπη της αναλογικής σύγχυσης και είναι καίριας σημασίας ότι βγει ως αποτέλεσμα να λειτουργήσει ως το εφαλτήριο για καθαρές λύσεις.
Υπάρχει ειδικός σκοπός: να μην παρεκκλίνουμε της πορείας που χαράχτηκε και ακολουθήθηκε με κόπο, μέσα από συμπληγάδες και τεράστιες κρίσεις και προκλήσεις.