Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
(Μη πολιτική ιστορία, λόγω πρωτοχρονιάς. Οι αναλύσεις από Δευτέρα).
Ήταν, θυμάμαι, μια παραμονή πρωτοχρονιάς παγωμένη. Έβρεχε πολύ κι η θάλασσα ήταν τόσο φουρτουνιασμένη που τα κύματά της καβαλούσαν την προβλήτα του παλιού λιμανιού στα Χανιά κι έμπαιναν μέσα στα μαγαζιά της πρώτης γραμμής. Φοιτητές ήμασταν, θα ‘ταν 1978 ή ’79, αφήσαμε τους δικούς μας ν’ αλλάξουν χρόνο οικογενειακά στο σπίτι και κατεβήκαμε σ’ ένα ροκ μπαράκι που βρισκόταν στα πίσω στενά του λιμανιού. Νιάτα οργισμένα βλέπετε, δεν θέλαμε οικογενειακές παραδόσεις. Πλην τις άλλες παραδόσεις, τις κακές και τις κοστοβόρες, τις ακολουθούσαμε μια χαρά. Και η τότε παράδοση έλεγε ότι την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ούτε τρώγαμε, ούτε χορεύαμε, ούτε διασκεδάζαμε. Παίζαμε κουμάρι, όπως έλεγαν τότε τον τζόγο, θα πει χάναμε τα λεφτά μας στα χαρτιά ή στα ζάρια.
Οι παλιότεροι θυμούνται ότι η απομάκρυνση του νεοέλληνα από την τσόχα την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ήταν επίτευγμα ιστορικά ισοδύναμο με το πρόσφατο κόψιμο του καπνίσματος μέσα στα μαγαζιά της εστίασης. Μέχρι που επιτεύχθηκε μ’ έναν μαγικό τρόπο μεταξύ 1995 και 2000, όλοι μας πιστεύαμε ακράδαντα ότι επρόκειτο για θέσμιο που δεν κόβεται με τίποτα. Ο τζόγος απαγορευόταν φυσικά, αλλά την παραμονή όλη η Ελλάδα ήταν σκυμμένη σ’ ένα πράσινο τραπέζι γεμάτο με πενηντάρικα, κατοστάρικα, πεντακοσάρικα και χιλιάρικα (δραχμές). Ως και τα πιτσιρίκια στήνανε δικό τους καρέ, με δίφραγκα, τάλιρα και δεκάρικα.
Αυτό κάναμε κι εμείς μέσα στο μπαρ. Απλώσαμε τσόχες στα χαμηλά τραπέζια, βάλαμε πάνω ποτά, τασάκια κι όσα λεφτά κρατούσαμε από χαρτζιλίκια και φοιτητικά μεροκάματα και αρχίσαμε να παίζουμε. Τόσα χαζά ήμασταν. Στον πάγκο του μπαρ υπήρχε ένας μοναχικός τουρίστας, Εγγλέζος αν θυμάμαι καλά. Τρέχα γύρευε τι ζητούσε ένας τουρίστας εν έτει 1978-79 χειμωνιάτικα στα Χανιά, πάντως εκεί ήταν και μάλιστα ήδη τύφλα από το ποτό. Μας είδε που παίζαμε αυτό το παράξενο παιχνίδι με τα ζάρια, είπε να πάρει κι αυτός μέρος στο πρωτοχρονιάτικο custom των ντόπιων. Το είδε ως ταξιδιωτικό βίωμα.
Του εξηγήσαμε ευχαρίστως τους κανόνες του ζαριού. «Six-six, six-five, five-five and three-three, you win. But, one-one, two-one, two-two and four-four, you lose. Okay?» Είπε ένα χαρούμενο «okay» ο τουρίστας κι έριξε την πρώτη του ζαριά. Προϊόντος του χρόνου, του κάναμε και τζογαδόρικο μεταπτυχιακό. «The four-four is called dortia. Okay?» Τώρα, θέτε διότι ήταν άτυχος, διότι ήταν πιωμένος ή επειδή τον κλέψαμε ξεδιάντροπα, πάντως μέσα σε μια ώρα είχε χάσει όλα του τα λεφτά. Το τελευταίο που θυμάμαι απ’ αυτόν στο παιχνίδι, ήταν να σηκώνεται πάνω, να λέει ένα «at this game, you can be poor very soon» και να βγαίνει τρεκλίζοντας από το μπαράκι, ταπί με ταπί.
Όμως μισή ώρα αργότερα, θα ήταν μία ή δυο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ συνεχίζαμε το παιχνίδι τρίβοντας τα χέρια μας για τα ουρανοκατέβατα τουριστικά μας κέρδη, ανοίγει ξάφνου η πόρτα με πάταγο και μπαίνει μπροστά ο τουρίστας κλαίγοντας κι από πίσω δυο χωροφύλακες που ξεφυσούσαν, μούσκεμα απ’ τη βροχή. Ο τύπος είχε βγει έξω, είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε πια δραχμή κι ότι βρισκόταν άφραγκος σε ξένη χώρα, οπότε τον έπιασε απελπισία και ξεμέθυσε απότομα. Μπορεί να ήταν ροκάς, περιπλανώμενος και μπίτνικ, πλην όταν τα χρειάστηκε, στους «μπάτσους» κατέφυγε. Όχι παίζουμε. Και τους είπε ότι κάτι ντόπιοι τον μάδησαν σ’ ένα μπαρ.
Ήταν χωροφύλακες παλιάς κοπής, κοιλαράδες, μουστακαλήδες και εξοργισμένοι που τους ξεσήκωσαν απ’ το τμήμα νυχτιάτικα με τόσο κακό καιρό. Μας είδαν κι εμάς πιτσιρικάδες, μακρυμάλληδες και γενειοφόρους, οπότε με το που μπούκαραν και βρέθηκαν μπροστά στην τσόχα, μας έπιασαν από τα πέτα. «Γιατί κλέψατε τον τουρίστα ρε; Τον βρήκατε μεθυσμένο και τον ρημάξατε; Να σας πάμε ρε αληταράδες στο τμήμα, να περάσετε παραμονή στο κρατητήριο και αύριο πρωτοχρονιάτικα να πάτε αυτόφωρο; Να φωνάξουμε και τους πατεράδες σας, να καμαρώσουν τα μπουμπούκια τους;» μας είπαν εξαγριωμένοι.
Κι επειδή προφανώς βαριούνταν τις διαδικασίες, τις απολογίες, τις δικογραφίες, τα τηλεφωνήματα, τους συγγενείς στο τμήμα νυχτιάτικα ή την προσαγωγή την άλλη μέρα (για αδίκημα που γινόταν σ’ όλη τη χώρα), μαζεύει ο ενωμοτάρχης με τη χερούκλα του όλα τα λεφτά που υπήρχαν πάνω στην τσόχα, τα χώνει στην τσέπη του Εγγλέζου που ακόμα έκλαιγε και του λέει, «πάρε τα λεφτά σου κι άει τράβα στον διάολο». Λέει και σε μας που ψιλοτρέμαμε απ’ την τρομάρα μας, «άντε στο σπίτι σας ρε κωλόπαιδα και μην σας ξαναδώ μπροστά μου γιατί θα σας λιανίσω, δυο χρόνια φυλακή θα φάτε». Και μας διώχνει. Όπου φύγει-φύγει όλοι, εμείς ανακουφισμένοι που τη γλυτώσαμε κι ο τουρίστας ευτυχής που όχι μόνο ξαναβρήκε τα λεφτά του αλλά τα αυγάτισε κιόλας.
Εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς, ο Εγγλέζος τουρίστας διπλασίασε το χρήμα του (και δίχως να έχει ρέντα στο ζάρι), ενώ εμείς (κι ας φέρναμε διαρκώς εξάρες) τα χάσαμε όλα. That’s life…