Του Μάνου Οικονομίδη
Η συντροφιά των αναμνήσεων. Ένα ευπρόσδεκτο υποκατάστατο, στην επώδυνη (χωρίς “Ιθάκη”) διαδρομή μέσα μας, για να αγκαλιάσεις μια απώλεια. Να αποδεχτείς κάθε στάδιό της. Να μην παγιδευτείς στη γοητεία της άρνησης, ώστε να είναι περισσότερο αυθόρμητο και ειλικρινές, επομένως και περισσότερο εύκολο, να βρεις τον εαυτό σου. Να ανακαλύψεις τη λιγότερο συννεφιασμένη εκδοχή του εαυτού σου.
Η ζωή που δεν προλάβαμε να ζήσουμε (μαζί). Με εκείνους που έφυγαν, πρόωρα και απρόσμενα. Με όνειρα που ράγισαν. Με προσδοκίες που δεν υλοποιήθηκαν. Οι ζωές που φαντάζουν ανολοκλήρωτες, με τον ίδιο πάντα πρωταγωνιστή. Οι ζωές, ωστόσο, που ξανασηκώνονται μετά από κάθε πτώση. Και συνεχίζουν.
Ο πειρασμός του εγωισμού. Της πιο αυθόρμητης ανθρώπινης ατέλειας χαρακτήρα. Να χρειάζεται να περάσεις από την οδύνη της απώλειας, για να συνειδητοποιήσεις αυτό που πάντοτε υποψιαζόσουν. Η ζωή μας δόθηκε για να μην τη σπαταλήσουμε στις ατέλειες του εαυτού μας. Αλλά για να μοιράσουμε φως, την ώρα που σεργιανίζουμε μέσα στο σκοτάδι. Να ζωγραφίζουμε χαμόγελα, με χέρια που τρέμουν από τα δάκρυα της λύπης. Να κάνουμε έστω έναν άλλον άνθρωπο περισσότερο χαρούμενο. Να αφήσουμε τα δικά του φτερά να τον σηκώσουν ψηλότερα. Για να φωτίσει και τον δικό μας κόσμο.
Η ζωή που συνεχίζεται στα ταραγμένα όνειρα. Εκεί όπου η απώλεια χάνει τη μάχη από τις αναμνήσεις. Τις εικόνες που ζωγράφιζαν κάδρα ευτυχίας. Τις φωνές που γαλήνευαν την καρδιά. Τα χαμόγελα που έδιναν νόημα στην καθημερινή σπατάλη του εαυτού μας.
Όλα αυτά, όταν υπάρχουν πλέον μονάχα στον δροσερό ωκεανό των ονείρων, σε φέρνουν πιο κοντά στην ταραχή της αγανάκτησης. Για μια ζωή που μοιάζει να μην υπήρξε και τόσο γενναιόδωρη. Και μετά, κοντοστέκεσαι και θυμάσαι. Και συνειδητοποιείς πόσο γενναιόδωρη υπήρξε η ζωή. Προσφέροντας απλόχερα τόσο όμορφες αναμνήσεις. Στιγμές ολοκλήρωσης. Στιγμιότυπα παρότρυνσης αλλά και υπενθύμισης. Να συνεχίσουμε.
Η δωρεά της ζωής μας προσφέρθηκε για να τη σεβαστούμε. Να μην τη σπαταλήσουμε. Να γίνουμε το φως που στερηθήκαμε. Το χαμόγελο που μας προσπέρασε. Η αγκαλιά που χάθηκε.
Το στοργικό χάδι του χρόνου. Που επιτρέπει στα δάκρυα της απώλειας να δροσίζουν την καρδιά, αντί να θολώνουν τα μάτια. Αυτά άλλωστε, δεν αλλάζουν χρώμα. Αλλάζουν διαδρομή για να επιστρέψουν στο φως. Εκείνο, που έχει μείνει ανοικτό μέσα μας.
Ένας χρόνος σιωπής. Ένας χρόνος με αναπάντητες αγωνίες. Ένας χρόνος χωρίς έναν ευγενικό μπαμπά, που θυσίασε τα πάντα, όπως και μια στοργική μαμά, για να μην στερηθείς εσύ το σπάνιο προνόμιο να ζωγραφίζεις καινούρια όνειρα. Να αντιστέκεσαι στον επίμονο πειρασμό να αρνηθείς το φως.
Ένας χρόνος. Μια ζωή γεμάτη φωτεινές αναμνήσεις…