Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021
Η κοινωνία ως συλλογική εκπροσώπηση και διόρθωση ατομικών προσδοκιών και προτεραιοτήτων, ενσωματώνει την αναπόφευκτη παράμετρο της σιωπής. Του ψιθύρου που ακούγεται τόσο χαμηλόφωνα, ώστε να πρέπει να διαθέτεις την επιθυμία και την υπομονή να αφιερώσεις την προσοχή που χρειάζεται, προκειμένου να τον ακούσεις, να τον κατανοήσεις και να τον απορροφήσεις σε μια ταυτότητα κοινοκτημοσύνης.
Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς «τι τρέχει» σε μια κοινωνία, κυρίως επειδή… τρέχουν πολλά, εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, σεργιανίζοντας διαφορετικές διαδρομές, διεκδικώντας να φτάσουν (και να ξαποστάσουν) σε διαφορετικούς προορισμούς. Με την κατάλληλη προσήλωση στους «ψιθύρους» ωστόσο, είναι σχετικά εύκολο να ιχνηλατήσεις τις αφετηρίες από τις οποίες ξεκινούν καινούριες διαδρομές.
Τα δεδομένα δυσκολεύουν περισσότερο με μια κοινωνία σαν τη δική μας, παραδομένη γονιδιακά στο πάθος του συναισθήματος, με υποτιμημένη την υπεραξία της ψυχραιμίας, με τους εσωτερικούς διαλόγους να είναι με συνέπεια πληθυντικά και ποιοτικά εντονότεροι των σκέψεων που μοιραζόμαστε με τους γύρω μας.
Μετά από μια δεκαετία ανασφάλειας, λόγω των δραματικών συνεπειών της εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων, και με την πανδημία του κορονοϊού να λειτουργεί σωρευτικά, επιδεινώνοντας την οπτική του μέλλοντος στο βιωματικό παρόν, χρειάζεται πληθυντική προσοχή και υπομονή, για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Έτσι ώστε να αποπειραθούμε στη συνέχεια να χαρτογραφήσουμε τα επόμενα λιμάνια (κάθε άλλο παρά απάνεμα) της εθνικής διαδρομής.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον, παρεξηγημένος, άγαρμπος και πολιτικά βίαιος, πιστώνεται την ονοματοδοσία της πλέον συναρπαστικής παραμέτρου ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς μιας κοινωνίας. Μίλησε πρώτος και αναλυτικά, για τη λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία», εκείνη την οποία ο Μπιλ Κλίντον στην αρχή και ο Μπαράκ Ομπάμα στη συνέχεια, προσέγγισαν γενναιόδωρα με τη στρατηγική του μεσαίου χώρου, μακριά από τα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν. Μια συμπονετική κοινωνία, όπως την είχε περιγράψει στις ομιλίες που έγραφε για τον φωτογενή αδελφό του, JFK, ο Ρόμπερτ Κένεντι, το φωτογόνο μυαλό πίσω από τη βιτρίνα του Κάμελοτ της περισσότερο χιλιοτραγουδισμένης πολιτικής δυναστείας που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Σήμερα, στην ελληνική κοινωνία, μπορεί κανείς να εντοπίσει μια «σιωπηλή οργή», που συνοδεύει σχεδόν κάθε πτυχή της καθημερινότητας, ακόμη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή και τη συγκυρία, βρίσκεται ακόμη στο προστάδιο της έντασης, της γκρίνιας, του θυμού. Η οργή έπεται αναπόφευκτα και με ακρίβεια μαθηματικής συνέπειας.
Μια κοινωνία με περίσσευμα πάθους, σε κατάσταση εσωτερικής οργής. Ένα μωσαϊκό που διαμορφώνει κάδρα αστάθειας και ρωγμών στις ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί γύρω αλλά και μέσα μας.
Σε μια αχρείαστη συγκυρία, όπου η υστερία υπερισχύει της μετριοπάθειας στον δημόσιο λόγο, όπου τα άκρα και οι ακρότητες έχουν… κατέβει από το περιθώριο του βουνού, και στρογγυλοκάθισαν στο καθιστικό της χώρας που η Ιστορία επιμένει να καλωσορίζει στις αγέννητες γενιές της ανθρωπότητας ως το μαιευτήριο της Δημοκρατίας.