Γράφει η Κατερίνα Γαλανού
Λίγες ώρες μετά το debate, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσέθεσε στο εκλογικό μπρα ντε φερ με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, μια έξτρα δυσκολία. Τη διαχείριση της ήττας.
Η φαινομενικά άσχετη με τις κάλπες, ατάκα του πρωθυπουργού «κερδίζεις μένεις, χάνεις φεύγεις» – κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον δήμαρχο Τρικκαίων κ. Παπαστεργίου σχετικά με μια έξυπνη εφαρμογή για να κλείνεις γηπεδάκια για μπασκετάκι – χτυπάει την πλέον ευαίσθητη χορδή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Αλέξης Τσίπρας και η στενή ομάδα του, έχει συνείδηση ότι η υπέρβαση μιας νέας οδυνηρής ήττας, η οποία θα είναι η πέμπτη κατά σειρά από τον ίδιο αντίπαλο, δεν μπορεί να γίνει στα πρότυπα του 2019. Όταν ανακουφισμένοι από το ανέλπιστα καλό αποτέλεσμα και υπό το φόβο να αναζητηθούν από την κυβέρνηση της Ν.Δ κοινοβουλευτικά ευθύνες για τα καταστροφικά πεπραγμένα του 2015, έμειναν ενωμένοι, κουκούλωσαν την ήττα τους προσδοκώντας τη δεύτερη φορά.
Το χάνεις – φεύγεις που είπε ο Μητσοτάκης δεν υπάρχει στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος, πήρε δώρο από τον Αλέκο Αλαβάνο την ηγεσία του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, τον «καθάρισε» με συνοπτικές διαδικασίες και παραμένει στην προεδρική καρέκλα ως ο μακροβιότερος πολιτικός αρχηγός. Το αύριο της ήττας, του προκαλεί μεγάλη ένταση που αποκαλύπτεται όταν απαντά σε τρίτο πρόσωπο στη σχετική ερώτηση.
«Αν χάσει ο Τσίπρας θα υπάρχει μια εκτίμηση απέναντί του αλλά και η δυνατότητα, και νομίζω είναι υγιές, όποιος διαφωνεί μαζί μου να το λέει δημόσια και ανοιχτά» απάντησε προ ημερών στη Δανάη Μπάρκα. Υπαγόρευσε στους συντρόφους πως πρέπει να του φερθούν εάν χάσει διαθέτοντας αρκετά όπλα για να επιβάλει την «εκτίμησή» τους. Ελέγχει τα κομματικά όργανα και στη μελλοντική Κοινοβουλευτική Ομάδας αφθονούν οι προσωπικοί του μουτζαχεντίν .
Για τον Μητσοτάκη είναι εύκολο να μεταφέρει στο πεδίο της πολιτικής τον κανόνα «κερδίζεις μένεις, χάνεις φεύγεις». Και ως πρόσωπο και ως φορέας μιας οικογενειακής παράδοσης και μιας αναμφισβήτητης δημοκρατικής κατάκτησης της παράταξης της οποίας ηγείται.
Σε προσωπικό επίπεδο αρνήθηκε τον θεσμικό ευτελισμό μιας νέας τροποποίησης του εκλογικού νόμου που έφερε η κυβέρνησή του και που αν την είχε κάνει θα καθιστούσε την αυτοδυναμία μια πολύ εύκολη υπόθεση. Απέρριψε τις εισηγήσεις και την προσφορά που φέρεται ότι διατύπωσε στενός συνεργάτης του, να άρει εκείνος τη θεσμική αμαρτία. Δεν θέλησε να αλλάξει ούτε το γήπεδο, ούτε τους κανόνες. Κράτησε το σύστημα με την αναλογικότερη κατανομή του μπόνους των 50 εδρών στη δεύτερη κάλπη, χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα της αυτοδυναμίας.
Μαζί με τη φιλοδοξία της νίκης και της συνέχειας εντός του, συνυπάρχει το βίωμα της προσωρινότητας της πολιτικής και της καρέκλας. Ακόμη όμως και εάν εξέλειπαν αυτά, είναι η στιβαρή παράδοση της Νέας Δημοκρατίας και το υπόδειγμα όλων των πρώην πρωθυπουργών από τον Γεώργιο Ράλλη μέχρι τον Αντώνη Σαμαρά, που μετατρέπουν τις γαλάζιες ήττες σε εφαλτήριο μετεξέλιξης και αλλαγής.