Ο ΣΥΡΙΖΑ της Έφης Αχτσιόγλου και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη θα είναι στο εγγύς μέλλον οι δυο κεντρικοί πολιτικοί φορείς που θα διεκδικούν την ψήφο εναλλαγής. Δηλαδή, θα επιχειρήσουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας ως αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αμφότεροι δεν πείθουν. Και πολύ δύσκολα θα πείσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού απωλέσει την κοινωνική χρησιμότητά του. Δεν μπορεί να προσφέρει στους πολίτες απαντήσεις στις αγωνίες τους. Και χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα, χάνει και το σημείο αναφοράς για ψηφοφόρους που δεν είχαν σχέση με το περιθώριο του 3%, μιας κλειστοφοβικής και εγκλωβισμένης σε δόγματα Αριστεράς, χωρίς κοινωνικό αποτύπωμα. Η δε διαγραφόμενη εκλογή της Έφης Αχτσιόγλου με… απευθείας ανάθεση από το “σύστημα” και όσους πολέμησαν και υπονόμευσαν τον Αλέξη Τσίπρα, συρρικνώνει κι άλλο την απήχηση της νέας ηγεσίας.
Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να επαναπατρίσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του, οι οποίοι την περίοδο της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων που έφερε στην Ελλάδα ο Γιώργος Παπανδρέου, και εξαιτίας της επιλογής του Ευάγγελου Βενιζέλου να γίνει… παθητικό συμπλήρωμα της Νέας Δημοκρατίας του Αντώνη Σαμαρά, έκοψαν τους δεσμούς τους με το κόμμα της καρδιάς τους, και μετακινήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Στις διπλές εκλογές του Μαϊου και του Ιουνίου, έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν επέστρεψαν στο ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη που δεν πείθει, αλλά έμειναν… σπίτι τους.
Στις Δημοκρατίες φυσικά δεν υπάρχουν κενά. Και το κενό αντιπολίτευσης που καταγράφεται, θα καλυφθεί με μια τρίτη λύση, την οποία θα χρειαστούν, θα αναζητήσουν και θα επιβάλλουν οι πολίτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ της Αχτσιόγλου και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη θα βρεθούν σε ρόλο συρρικνωμένων μειοψηφιών, παλεύοντας για την οριακή είσοδό τους στη Βουλή.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιός θα κληθεί να εκφράσει την “τρίτη λύση”. Και πόσο σύντομα…
Της Μαρίκας Λυσιάνθη