Το να ζει κανείς σε ενδιαφέροντες καιρούς, έχει το ρίσκο του.
Πολύ περισσότερο, όταν εισπράττει βιωματικά το αποτύπωμα της Ιστορίας που γράφεται, την ώρα που συμβαίνει.
Όχι περιμένοντας να διαβάσει εκ των υστέρων, τη φλύαρη και συνήθως μονομερή περιγραφή των νικητών.
Την 11η Σεπτεμβρίου δεν θα την ξεχάσει καμία από τις ζώσες γενεές της ανθρωπότητας.
Ήταν μια μέρα που αρνείται μέχρι και σήμερα να τελειώσει.
Μια μέρα που απέκτησε επώνυμο (“Σεπτεμβρίου”), καθώς κανείς δεν αμφιβάλλει για το τι ακολουθεί την προσφώνησή της.
Ήταν η μέρα που άλλαξε τον κόσμο, ακούμε μονότονα από τότε.
Πέρασαν ωστόσο 23 χρόνια.
Και ο κόσμος δεν είναι το μόνο δεδομένο που άλλαξε.
Μπορούμε άφοβα να πούμε ότι άλλαξε το μέλλον.
Λες και η ζωή ταξίδεψε βιαστικά τη ματιά της στο απώτερο παρόν, και επέλεξε, άγαρμπα και εγωιστικά να το αλλάξει.
Η μέρα που άλλαξε τη φυσική ροή της διαδρομής της ανθρωπότητας προς την πρόοδο, μας στέρησε την ασφάλεια του αυτονόητου.
Της ρουτίνας.
Του προβλέψιμου.
Από εκείνη την Τρίτη, πριν από 23 χρόνια, ο κόσμος μας δεν είναι ο ίδιος.
Και το μυαλό, όσο και αν φλερτάρει με τη λήθη, επαναστατεί κάθε φορά που η καρδιά το προτρέπει να γαληνεύσει.
Ήταν η στιγμή που μας στέρησε το, περίπου κεκτημένο δικαίωμα στην ξεγνοιασιά.
Πλέον, ένας ολόκληρος πλανήτης βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, δυσκολευόμενος να θυμηθεί πως ήταν η τελευταία “ελεύθερη” νύχτα της συλλογικής συνείδησης.
Εκείνο το βράδυ που προηγήθηκε, την 10η Σεπτεμβρίου, στον τελευταίο γαλήνιο ύπνο της ανθρωπότητας, θα αντικρίσει κανείς την αθωότητα της ελπίδας.
Που χάθηκε.
Ήταν το τελευταίο βράδυ πριν το σκοτάδι νικήσει το φως.
Και βάλει φρένο στα όνειρά μας…
Του Μάνου Οικονομίδη