Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 24 Απριλίου 2021
Η θυελλώδης ψυχοσύνθεση ενός λαού, συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με την αυτοαναφορική απόγνωση της συνειδητοποίησης ότι, οι δυο εκδοχές του εαυτού μας λειτουργούν συμπληρωματικά. Όχι απαραίτητα και όχι πάντα συμβιωτικά. Αλλά με τη μια να συμπληρώνει την άλλη.
Μπορεί να φταίει η αύρα του απέραντου γαλάζιου που τόσο απλόχερα αγκαλιάζει την πατρίδα μας, και προσφέρει στο μυαλό ανέλπιστες διεξόδους σε «μακρινούς τόπους», ακριβώς τη στιγμή που τις χρειάζεται.
Ίσως από την άλλη, να παίζει τον ρόλο της και η βαριά (και ασήκωτη) σκιά της Ιστορίας. Μιας ιστορικής διαδρομής που μας υπερβαίνει ως έθνος, επειδή ανήκει στην ίδια την εξέλιξη του ανθρωπίνου γένους. Στην πρόοδο της συλλογικής ζωής.
Όλα αυτά μαζί, και πολλά ακόμη, συνθέτουν ένα… ατίθασο έθνος. Εμάς. Με τις θετικές και τις πολύ αρνητικές στιγμές μας. Την αναπόφευκτη αδυναμία να εξηγήσεις ορθολογικά το πώς… επιβιώσαμε, αν όχι… κατά λάθος χάρη στη θεία πρόνοια, όταν συνειδητοποιείς και αθροίζεις λάθη, υστερήσεις, ατέλειες και μειονεκτήματα.
Κι όμως, είμαστε… ακόμη εδώ. Αυτή τη φορά, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε μια αδιανόητη υγειονομική πανδημία, με συμπτωματολογία αποσύνθεσης δομών και κανονικότητας, σε συνδυασμό με την κλινική διάσταση της μελαγχολίας. Προσωπικής, συλλογικής, εθνικής.
Ένα έθνος μπολιασμένο με το διαλυτικό στοιχείο της… γκρίνιας. Μας φταίνε όλα. Και δεν διστάζουμε να το εκφράσουμε ηχηρά, ειδικά στην εποχή της αδιαμεσολάβητης πλατφόρμας αναπαραγωγής του μικρόκοσμού μας, που προσφέρουν γενναιόδωρα τα social media.
Η γκρίνια ως… στοιχείο ταυτότητας των Ελλήνων. Με σκανδαλιστική συνέπεια κληρονομικότητας, από γενιά, σε γενιά. Από συγκυρία, σε συγκυρία. Από εποχή, σε εποχή.
Η γκρίνια ως πρώτη ύλη εκμετάλλευσης από τους εισοδηματίες του εθνικού διχασμού. Από τα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν, και έχουν κυριαρχήσει στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία.