Της Ευτυχίας Χ. Κοκκίνη
Κάθε φορά που ανακοινώνεται η απόφαση του δικαστηρίου για την αποτίμηση της τιμωρίας ενός ειδεχθούς εγκλήματος με τον πηχυαίο τίτλο «η αυστηρότερη των ποινών» έχω μάθει να κρατάω μικρό καλάθι. Κυρίως όταν στα μικρά γράμματα που ακολουθούν, η ίδια ποινή μεταφράζεται ως τη μείωση αυτής με τις – για τα δικά μου δεδομένα – ευτελείς δικαιολογίες της εργασίας μέσα στο σωφρονιστικό ίδρυμα ή του πρότερου έντιμου βίου.
Πρόσφατο παράδειγμα η κάθειρξη δεκαπέντε ετών στο τέρας με ανθρώπινη μορφή, το οποίο χρησιμοποιώντας βιτριόλι οδήγησε σε ισόβιο Γολγοθά μία συνομήλικη του γυναίκα. Δεκαπέντε έτη, τα οποία τείνουν να μειωθούν κατά ένα τρίτο μέσα από πολλές νομικές δικλείδες, οι οποίες ευνοούν τον εγκληματία αδικώντας εκ νέου το θύμα.
Δικαιούνται όλοι οι εγκληματίες μία πιο επιεική μεταχείριση; Έχουν όλοι μετανιώσει πραγματικά για τις πράξεις τους;
Στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και στην πλειοψηφία των υποθέσεων που απασχολούν την κοινή γνώμη, μία τέτοια επιεικής αντιμετώπιση της «μοχθηρίας» μόνο κακό μπορεί να κάνει. Αφενός μεν, δεν «τιμωρεί» τον δράστη για τις πράξεις του, αλλά τρόπον τινά τον «κανακεύει». Αφετέρου δε, ενισχύει τη θέληση για αξιόποινες πράξεις σε μελλοντικούς δυνητικούς εγκληματίες, καθώς, γνωρίζοντας τις συνέπειες του νόμου, επωμίζονται το βάρος μίας – σε χρόνο και σε ένταση – μικρής τιμωρίας σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να ξεγελάσουν τα όργανα της τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, στους χαμένους συγκαταλέγονται όχι μόνο τα θύματα και οι οικείοι τους, αλλά και η ίδια η κοινωνία, η οποία μέσω της ανεπάρκειας στον σωφρονισμό ενισχύει τη μοχθηρία στη σκέψη και κατ’ επέκταση τις πράξεις όσων την ασπάζονται. Μία νοσηρή κατάσταση που θα διαιωνίζεται, αν δε γίνουν ριζικές αλλαγές στη νομοθεσία. Έτσι ώστε ο φόβος της «εσχάτης των ποινών» να προβάλλει αμείλικτος, άρτιος και, ως εκ τούτου, να μην επιδέχεται για κανένα λόγο τροποποιήσεις προς το ευνοϊκότερο.