Ένας ακόμη νέος άνθρωπος, δεν πρόλαβε να ζήσει τα όνειρά του.
Η άγρια δολοφονία της 28ης Κυριακής έξω από το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων, δεν χωνεύεται. Δεν θα χωνευτεί.
Και μπορεί το θυμικό που κυριαρχεί στον δημόσιο βίο να… λιθοβολεύει την ακόμη πιο νεαρή αστυνομικό, που δεν “διάβασε” σωστά τη σοβαρότητα του θέματος, με όρους κανιβαλισμού και “ατομικής ευθύνης”, αντίστοιχους εκείνου του μοιραίου σταθμάρχη των Τεμπών, η ουσία ωστόσο δεν αλλάζει.
Το δάσος του προβλήματος είναι μεγαλύτερο, ευρύτερο περισσότερο σύνθετο και πολυεπίπεδο.
Σε επίπεδο κοινωνίας, στη μετά-Μνημονιακή Ελλάδα έχει εδραιωθεί η ανασφάλεια ως κυρίαρχο συναίσθημα της ελληνικής κοινωνίας. Με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του αρμοδίου υπουργείου, στο οποίο προϊσταται σήμερα ο βετεράνος Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, να μετράει αντίστροφα για το ραντεβού με το πεπρωμένο της ανάληψης ευθυνών και της λογοδοσίας, μέσω… αντικατάστασης.
Επιπροσθέτως, στη μετά-Μνημονιακή Ελλάδα, η εγκληματικότητα καλπάζει ανεξέλεγκτη. Βρίσκεται δίπλα μας και μπροστά από τις διωκτικές αρχές. Το έγκλημα προσπερνά τη δυνατότητα αποτροπής, πόσο μάλλον καταστολής του.
Σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης, η Ελληνική Αστυνομία έχει απογυμνωθεί από στελέχη. Το διαπιστώνει κανείς στα άδεια Αστυνομικά Τμήματα, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε τις δυσλειτουργικές συγχωνεύσεις που μας κληρονόμησε η περίοδος της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων.
Οι γυναίκες και οι άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας, είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Οι φίλοι, τα παιδιά, τα αδέλφια, οι γνωστοί μας. Και έχουν επιφορτιστεί με την προστασία της ζωής μας, χωρίς η εκάστοτε κυβερνητική εξουσία να διευκολύνει το έργο τους και να τους στηρίζει.
Λίγο φρένο με την κακοποίησή τους, λοιπόν. Αφήστε το δέντρο και εστιάστε στο δάσος της εθνικής παρακμής.
Της Μαρίκας Λυσιάνθη