Γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης
Τελικά, σε ότι αφορά την πορεία της ανθρωπότητας, βρισκόμαστε πιο κοντά στην επαλήθευση του απαισιόδοξου σεναρίου, με ότι αυτό συνεπάγεται. Η αρμονική συνεργασία μεταξύ όλων των λαών του κόσμου, από τη Δύση ως την Ανατολή και από το Βορά ως το Νότο, δείχνει, με αφορμή τον Ρώσο-Ουκρανικό πόλεμο, να αποτελεί παρελθόν. Απεναντίας, ο σχηματισμός δύο βασικών ζωνών επιρροής βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η Δυτική και η Ασιατική.
Από τη μια οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με βασική σύμμαχο την Ευρωπαϊκή Ένωση και κάποιες άλλες φίλιες μικρότερες δυνάμεις και από την άλλη η Κίνα με τη «φίλη χωρίς όρια» Ρωσία και τη διευρυμένη ομάδα των χωρών των BRICS, παίρνουν θέση σε έναν αγώνα για την επικράτηση, του οποίου η έκβαση είναι μεν άγνωστη, γνωρίζουμε όμως ότι θα είναι σκληρός και εκείνο που θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα είναι, ότι κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με ποια μέσα θα διεξαχθεί.
Το δράμα δε σε όλη την ιστορία είναι, ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η πανδημία βρίσκεται σε εξέλιξη, η οικονομική κρίση μας χτυπάει την πόρτα, οι ανισότητες διευρύνονται, η δε κλιματική αλλαγή εμφανίζεται πλέον σε καθημερινή βάση για να μας υπενθυμίζει, ότι τα προβλήματά μας είναι πανανθρώπινα και ότι η λύση τους απαιτεί την ταυτόχρονη συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ όλων των λαών της γης και με όλες τις δυνάμεις που διαθέτουμε.
Στο δρόμο για την απεξάρτηση
Μπορεί βέβαια το πρόβλημα να είναι γεωπολιτικής φύσεως και κατά βάσιν καθαρά πολιτικού περιεχομένου, όμως και η οικονομική του πλευρά είναι σημαντική, θα αποτελέσει δε τον κυρίαρχο καταλύτη όλων των εξελίξεων. Το βέβαιο είναι ότι, ανεξάρτητα αν, οι οικονομικές σχέσεις διαρραγούν οριστικά και ολοκληρωτικά, ή σταδιακά και τμηματικά, τις εξελίξεις θα ακολουθήσουν εισοδηματικές απώλειες για όλες τις πλευρές. Συνεπώς, μας περιμένει μια μείωση της οικονομικής ευμάρειας, ανάλογα με το μέγεθος της συμμετοχής της κάθε χώρας στο σημερινό διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Είναι άλλωστε βέβαιο, ότι τη διατάραξη μιας κατεστημένης παγκόσμιας ισορροπίας, την οποία βιώνουμε εσχάτως, θα ακολουθήσει μια μακρά περίοδος μέχρι την εγκατάσταση μιας νέας, η οποία απαιτεί ριζικές αλλαγές που συνοδεύονται όμως και από υψηλό κόστος. Ήδη υπάρχουν μελέτες για την εξέλιξη της μακροπρόθεσμης ισορροπίας στο διεθνές εμπόριο, όπου με τη χρήση προσομοιώσεων καταλήγουν σε σενάρια, τα οποία όλα δείχνουν μεγάλες απώλειες ανάλογα με το μέγεθος και το βαθμό εξωστρέφειας κάθε οικονομικού σχηματισμού (Ινστιτούτο Κιέλου, Felbermayr, G. κ.α. 2022).
Το έναυσμα για την οριστική αλλαγή στρατηγικής πλεύσης, σε ότι αφορά τους τόπους εγκατάστασης παραγωγικών μονάδων, δόθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας και τις κυρώσεις και αντικυρώσεις που ακολούθησαν. Έτσι οι περισσότερες δυτικές επιχειρήσεις, αν και απρόθυμες στην αρχή, αποχώρησαν από τη ρωσική αγορά, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα αποτελέσματά τους τα επόμενα χρόνια.
Το μέγεθος δε της αλλαγής είναι τόσο ακραίο, ώστε συνεργασίες, οι οποίες μέχρι πρότινος αποτελούσαν κατά την υπογραφή των συμφωνιών χαρμόσυνα γεγονότα, ξαφνικά μετατράπηκαν σε θηλειά στο λαιμό των οικονομιών από την οποία πρέπει το γρηγορότερο να απαλλαγούν. Η απόφαση που βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη στους σχεδιασμούς κρατών και επιχειρήσεων, είναι μία: Απεξάρτηση με επαναπατρισμό (Reshoring). Απεξάρτηση, από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, από την προμήθεια ημιαγωγών, βασικών μετάλλων και πρώτων υλών και εθνικοποίηση της παραγωγής ή έστω εγκατάσταση σε πιο φιλικές γειτονικές χώρες.
Πρώτα η Ρωσία και μετά η Κίνα
Η διαδικασία απεξάρτησης σε ότι αφορά τον επαναπατρισμό ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρήσεων από τη Ρωσία βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Σε ότι αφορά όμως στην προμήθεια φυσικού αερίου αλλά και αργού πετρελαίου, αν δεν υπάρξουν ακραίες συμπεριφορές, απαιτείται μια προσπάθεια τουλάχιστον πέντε ετών μέχρι την αλλαγή των πηγών προέλευσης και την αποκατάσταση της ισορροπίας στις ευρωπαϊκές κυρίως αγορές εμπορευμάτων. Έως τότε, η εξάρτηση από τη Ρωσία θα παραμείνει μεγάλη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη γεωστρατηγική της σημασία.
Άλλωστε, η Ρωσία μπορεί να κατέχει βαρύνουσα θέση στην παραγωγή και εξαγωγή σημαντικών πρώτων υλών, η συμμετοχή της όμως στις διεθνείς συναλλαγές είναι αρκετά περιορισμένη. Οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Ρωσία (2021) αντιστοιχούν στο 4,1% του συνόλου, ενώ οι εισαγωγές ανέρχονται στο 7,4%, λόγω της συμμετοχής των ενεργειακών προϊόντων. Για την Ελλάδα οι εξαγωγές προς τη Ρωσία ανέρχονται στο 0,6% του συνόλου, ενώ οι εισαγωγές στο 6,9%. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η απώλεια της ρωσικής αγοράς είναι αμελητέα, πρόκειται όμως με βάση τα στοιχεία της περασμένης δεκαετίας για έναν μικρό σχετικά εμπορικό εταίρο.
Αν όμως μια αποδέσμευση από τη Ρωσία υπολογίζεται ως διαχειρίσιμη, τα πράγματα διαφέρουν σε ότι αφορά το μεγάλο αντίπαλο που είναι η Κίνα. Οι προθέσεις της Κίνας βεβαίως, ότι είναι έτοιμη για αντιπαράθεση με τη Δύση, φάνηκαν από τις αποστάσεις που πήρε αμέσως μετά την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Η Κίνα αποτελεί ήδη από το 2020 τον βασικότερο εμπορικό εταίρο της Ευρώπης εκθρονίζοντας από την πρώτη θέση της Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι η ενώ η εξάρτηση της Ευρώπης από τις κινεζικές εισαγωγές συνεχώς διευρύνεται, από 6,1% το 2000 φτάσαμε στο 22,3% το 2021, η Κίνα περιόριζε συνεχώς τα εμπορικά της ανοίγματα, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές της από την Ευρώπη για την ίδια περίοδο να παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο 10,5%. Τα στοιχεία αυτά βέβαια δεν τεκμηριώνουν από μόνα τους το μέγεθος της εξάρτησης, επειδή συχνά στα τελικά προϊόντα ενσωματώνεται και η δημιουργία αξίας, η οποία προέρχεται από άλλες χώρες.
Όμως η τάση είναι σαφής και δείχνει, ότι η εξάρτηση είναι σε μεγάλο βαθμό μονομερής σε βάρος της Ευρώπης. Από την άλλη, η συμμετοχή των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς την Κίνα ανέρχεται στο 10,2% του συνόλου, με αποτέλεσμα ένα τεράστιο άνοιγμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών για το 2021 της τάξεως των 220 δις Ευρώ.
Επαναπατρισμός (reshoring) και αποσύνδεση (decoupling)
Είναι γνωστό, ότι οι λόγοι που οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις της Δύσης να μεταφέρουν μονάδες παραγωγής κατά προτίμηση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Άπω Ανατολής, κυρίως στην Κίνα, ήταν καθαρά οικονομικοί. Χαμηλό μισθολογικό κόστος, μειωμένη φορολογία, γρήγορη παραγωγή, ευκολία αδειοδότησης καθώς και μια σειρά άλλων διευκολύνσεων, δημιούργησαν ικανές προϋποθέσεις ώστε μια σειρά από χώρες να παρουσιάζουν ελκυστικό προφίλ για τη διενέργεια άμεσων ξένων επενδύσεων. Σταδιακά όμως τα τελευταία 20 χρόνια οι συνθήκες άλλαξαν, με αποτέλεσμα τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα αποκτήθηκαν από το χαμηλό κόστος παραγωγής να εξουδετερωθούν.
Πρώτον από τη σύγκλιση των μισθών για τα στελέχη των επιχειρήσεων που έφθασαν σχεδόν σε δυτικά επίπεδα και δεύτερον επειδή το μεταφορικό κόστος αυξήθηκε υπέρμετρα, καλύπτοντας έτσι την όποια εναπομένουσα διαφορά. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και τα προβλήματα που ανέκυψαν με τις εφοδιαστικές αλυσίδες σημαντικών προϊόντων, εξαρτημάτων και πρώτων υλών με την εμφάνιση της πανδημίας, αντιλαμβάνεται γιατί πολλές επιχειρήσεις ήδη αποχώρησαν από την Κίνα ή σχεδιάζουν να αποχωρήσουν.
Αυτά σε ότι αφορά τον επαναπατρισμό, ο οποίος είναι βέβαιο ότι ενισχύθηκε με την πραγματικότητα του πολέμου και τις νεότερες γεωστρατηγικές αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της Ταιβάν, η οποία πρωτοπορεί στην ανάπτυξη ημιαγωγών με μεγάλη σημασία στην παραγωγική διαδικασία ολόκληρων τεχνολογικών κλάδων για όλη την υφήλιο.
Στο μέτωπο της αποσύνδεσης τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα. Καταρχήν θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι στην Κίνα η συνήθης μέθοδος για την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας, είναι η συνεργασία με κάποια κινεζική επιχειρηματική μονάδα. Αυτό στην αρχή βοήθησε στην απρόσκοπτη εγκατάσταση και ανάπτυξη, δημιούργησε ωστόσο και κάποια σημαντικά προβλήματα, κυρίως με την απαιτούμενη μεταφορά τεχνολογίας από τις δυτικές χώρες προς την Κίνα.
Έτσι, η Κίνα κατάφερε, με δέλεαρ τη μεγάλη αγορά, να αποκτήσει τεχνολογίες αιχμής, αξιοποιώντας ταυτόχρονα και ένα άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό σε δυτικά πανεπιστήμια, σε σημαντικούς τομείς, αποκτώντας σχετική ανεξαρτησία. Με κρατικές ενισχύσεις προώθησε την παραγωγή σε τεχνολογίες αιχμής όπως: Στα υγειονομικά προϊόντα, microchips κινητής τηλεφωνίας, ρομποτική, αεροναυπηγική, γεωργικές εφαρμογές κ.α. Οι εξελίξεις αυτές, όπως ήταν επόμενο, επειδή ανέτρεπαν τις ισορροπίες, με κίνδυνο να αμφισβητείται η κυριαρχία της μεγάλης υπερδύναμης των ΗΠΑ, δεν μπορούσαν να μείνουν αναπάντητες.
Με μια σειρά από προστατευτικούς νόμους η κυβέρνηση Trump, τους οποίους υιοθέτησε στη συνέχεια και η νέα κυβέρνηση υπό τον Joe Biden, προσπάθησε να ανακόψει τη δυναμική των πραγμάτων κυρίως στον τομέα των τεχνολογικών προτύπων καθώς και στην ανταλλαγή πληροφοριών. Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν κυρίως στον αποκλεισμό της Κίνας από τεχνολογίες αιχμής όπως για παράδειγμα στην παραγωγή και διάθεση ημιαγωγών αιχμής.
Μέχρι στιγμής η αμερικανική κυβέρνηση έχει πάνω από 60 τεχνολογικές εταιρείες συμπεριλάβει στη μαύρη λίστα του αποκλεισμού, τη λεγόμενη Entity List. Στην κορυφή βρίσκεται η μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei, η οποία υπέστη από τα μέτρα τεράστιες ζημιές. Η συγκεκριμένη εταιρεία δεκαπλασίασε το τζίρο της σε δεκατρία χρόνια, παράγοντας όχι μόνο κινητά τηλέφωνα, αλλά κυρίως τεχνολογίες δικτύων με σημαντικότερη επιτυχία τη δημιουργία υπερταχείας δικτύωσης 5G.
Στον αποκλεισμό αμερικανικής τεχνολογίας και προϊόντων το κινεζικό κράτος απάντησε με ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ανάκτησης της αυτονομίας στην παραγωγή ημιαγωγών. Επειδή δε κατά την κινεζική ηγεσία με τους ημιαγωγούς συνδέεται η οικονομική αλλά και η εθνική ασφάλεια, διατέθηκαν για το σκοπό αυτό πολλά δισεκατομμύρια δολάρια ως επιχορηγήσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη σειρά τους κατασκευάζουν το μεγαλύτερο εργοστάσιο ημιαγωγών του κόσμου στο Magdeburg της Γερμανίας, διαθέτοντας πολλά δις δολάρια ως επιχορηγήσεις για τα προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης στον κατασκευαστή Intel. Συνολικά υπολογίζεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση διέθεσε 52 δις δολάρια για τη διασφάλιση του απρόσκοπτου εφοδιασμού της αμερικανικής και ευρωπαϊκής αγοράς με τους απαραίτητους πλέον ημιαγωγούς.
Παράλληλοι τεχνολογικοί και νομισματικοί κόσμοι
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση διαφορετικών τεχνολογικών “megaprojects”, τα οποία δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, αφού δεν είναι συμβατά, οδηγεί στην πραγματικότητα των δύο παράλληλων τεχνολογικών κόσμων. Αν προσθέσουμε και τη διαφαινόμενη ανάπτυξη ενός ξεχωριστού νομισματικού και συναλλακτικού συστήματος, που βρίσκεται σε εξέλιξη μετά τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το swift, τότε η αποδέσμευση του ενός πόλου από τον άλλο θα έχει ολοκληρωθεί.
Το αποτέλεσμα θα είναι η λειτουργία δύο οικονομικών κύκλων με μικρή ή και καθόλου διασύνδεση μεταξύ τους, σε έναν εκ των οποίων κάθε χώρα θα πρέπει να επιλέξει να συμμετάσχει. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ότι τη μεγάλη δυσκολία θα έχουν εκείνες οι χώρες που σήμερα έχουν πολύ ισχυρές σχέσεις και συναλλαγές και με τις δύο μεγάλες χώρες τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο οι ΗΠΑ να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους σε ότι αφορά τους σχεδιασμούς τους στην ασιατική τους πολιτική, ώστε οι σύμμαχοί τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μην αιφνιδιάζονται από τις επιμέρους κινήσεις και να έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζονται εγκαίρως, ώστε να περιορίζουν τις απώλειες.