Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Το τέλος της αβεβαιότητας σχετικά με την ημερομηνία διενέργειας των προσεχών εκλογών αποτελεί θεωρώ, την αφετηρία για πολιτική συζήτηση που πρέπει να μεσολαβήσει, ως την κάλπη της 21ης Μαΐου. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει, και πρέπει να γίνει χωρίς περιττές υπεραπλουστεύσεις και βιαστικές ισοπεδωτικές αντιλήψεις.
Για παράδειγμα, το δυστύχημα στα Τέμπη. ‘Η τις υποκλοπές. Χωρίς αυτά τα δύο, τί θα καλουμασταν να κρίνουμε με την ψήφο μας σε επτά εβδομάδες; Μια κυβέρνηση, η οποια δεν εφάρμοσε παρά ελάχιστα από όσα είχε υποσχεθεί -και εν πολλοίς δεσμευτεί- πριν από 4 χρόνια, τέτοια εποχή, ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Θα την κρίναμε για ένα πρόγραμμα το οποιο δεν κατάφερε ποτέ να εφαρμόσει. Κάτι τα ελληνοτουρκικά, κάτι ο Εβρος, σίγουρα οι έκτακτες συνθήκες που επέβαλε η πανδημία, όλα στάθηκαν απαγορευτικά στο να εφαρμοστεί ενα πρόγραμμα καίριων μεταρρυθμίσεων που είχε ανάγκη η χώρα, η οποία έβγαινε από την 4ετία, την καταστροφική 4ετία, ΣΥΡΙΖΑ.
Ετσι αν εξαιρέσει κανείς την ψηφιοποίηση του κράτους που αποτέλεσε σοβαρή προσπάθεια εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, και κάποιες παρεμβάσεις σε επιμέρους τμήματα της κρατικής μηχανής, σίγουρα οι επάλληλες κρίσεις δεν επέτρεψαν στην κυβέρνηση να ξεδιπλώσει πολιτικές οι οποίες θα δημιουργούν συνθήκες εκμοντερνισμού ενός κράτους που εξακολουθεί να ασθμαίνει στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Υπάρχουν άλλοθι για αυτή την αναστολή του προγράμματός της , όπως προανέφερα. Είναι όμως ικανά αυτά τα αλλοθι, για να διεκδικήσει μια δευτερη ευκαιρία; Ασφαλώς ναι, αν…
Και εδώ αρχίζουν τα “αν” και οι αμφιβολίες.
Το δυστύχημα στα Τέμπη, όσο και αν αποτυπώνει με τρόπο τραγικό τις παθογένειες του ελληνικού κράτους, επιμερίζει σοβαρό μερίδιο ευθύνης στην παρούσα κυβέρνηση. Τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης είναι πολλά για να μην έχει σπάσει ακόμη το απόστημα της διαπλοκής που κράτησε πίσω τα έργα στους σιδηροδρόμους. Και είναι βαρύτερη η ευθύνη να παραδέχεσαι, ότι κάτι προσπάθησες αλλα δεν τα κατάφερες…
Η δεύτερη “τραγωδία”, πολιτική αυτή, αφορά στις υποκλοπές, και υπερβαίνει όσες λογικές εξηγήσεις μπορει να επικαλεστεί η κυβέρνηση ενώπιον μιας κοινωνίας, η οποία ανεξαρτήτως κομματικών πεποιθήσεων, έχει ορισμένες σταθερές, τις οποίες δεν αποδέχεται να παραβιάζονται. Το θέμα δεν είναι τεχνικό, και δεν έχει να κάνει με καθυστερήσεις ή με κάποιου είδους παραλείψεις. Βρίσκεται στον πυρήνα της λειτουργίας μιας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας, και δεν επιδέχεται νομιμοποιητικές προσθαφαιρέσεις. Είναι μια παράνομη λειτουργία ενός συστήματος, που φευ αναπτήχθηκε στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, και προφανώς στις κάλπες θα κριθεί αν οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον ίδιο, από κοινού με τα μέτρα που εκ των υστέρων έλαβε η κυβέρνηση, ήταν επαρκείς.
Είναι όμως λογικό να κρίνει ο πολίτης την κυβέρνηση, στις 21 Μαίου, με βάση αυτές τις δύο τραγωδίες, των Τεμπών και τις υποκλοπές, παραγράφοντας όλα τα υπόλοιπα, όπως ισοπεδωτικά και με επιμονή επιχειρεί να πείσει η αντιπολίτευση;
Δεν υπάρχει νομίζω, απάντηση, επί του παρόντος τουλάχιστον. Μια ψύχραιμη προσέγγιση θα απαντούσε αρνητικά. Αλλα στην Ελλάδα, που η ψήφος έχει κυρίως καταδικαστικά χαρακτηριστικά, ουδείς μπορει να απαντήσει με βεβαιότητα για την συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις κάλπες της 21ης Μαΐου. Εκεί όπου θα κριθεί επίσης, και η τοξικότητα η οποία κατακλύζει πλέον το δημόσιο διάλογο, και έχει εκτοξεύσει την πόλωση σε δυσθεώρητα ύψη, θολώνοντας την κριση των πολιτών…