Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Στον κοινοβουλευτισμό υπάρχει μια αδιαπέραστη γραμμή: τη χαράσσει η λαϊκή ετυμηγορία -και ακολούθως η Βουλή- ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Απλώς οι κυβερνήσεις πλασσόσουν θεωρίες για «συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων» – για να ευνουχίζουν την αντιπολίτευση.
Από τη φύση της πολιτικής, ως μεθόδου διακυβέρνησης μιας χώρας, συνδιαλλαγή ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση δεν νοείται- για κανένα λόγο.
Δουλειά της κυβέρνησης είναι να υλοποιεί το πρόγραμμα για το οποίο πήρε εντολή- ή να ζητάει την ανανέωση της, όταν την υπερβαίνουν οι εξελίξεις.
Αλλιώς οδηγεί στην καταστροφή- όμως συνέβη με την κυβέρνηση που ανέδειξαν οι εκλογές του 2009.
Για λόγους που θα φωτίσει η Ιστορία, ο Γ. Παπανδρέου ως Πρωθυπουργός έλαβε αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εντολή -και η Ελλάδα συρρικνώθηκε ως οντότητα.
Θα επαναληφθεί, χειρότερα, αν ο Μητσοτάκης αποφασίσει οτιδήποτε για το Αιγαίο, χωρίς εξουσιοδότηση από καμιά κάλπη.
Αντίστοιχα η δουλειά της αντιπολίτευσης είναι να εξαντλεί κάθε περιθώριο ελέγχου της κυβέρνησης, χωρίς συμβιβασμούς και με τελικό στόχο να πάρει τη θέση της.
Τα μεσοβέζικα «ψηφίζουμε ότι μας βρίσκει συμφώνους», είναι αντίθετα στη εντολή που έλαβε η αντιπολίτευση. Ρωτήστε και τον ΣΥΡΙΖΑ του 2019.
Σ αυτό το πλαίσιο η διαχωριστική γραμμή που χάραξαν οι πρόσφατες εκλογές τέμνει το πολιτικό σκηνικό ως τις επόμενες, υπέρ της Δεξιάς: κυβέρνηση Μητσοτάκη – Δημοκρατική αντιπολίτευση.
Οι αρχαιρεσίες στην Αυτοδιοίκηση, με τον καθολικό χαρακτήρα τους, είναι η πρώτη αυθεντική δοκιμασία αντοχής αυτού του διαχωρισμού.
Κατά τους κανόνες της πολιτικής, αποτελεί ευκαιρία για την Δημοκρατική Παράταξη, ότι οι κάλπες θα στηθούν μήνες μόλις μετά τις εθνικές εκλογές- με την κυβέρνηση να έχει ήδη δώσει δείγματα, αρνητικής, γραφής.
Προϋπόθεση αξιοποίησης της ευκαιρίας είναι ο πολιτικός συνασπισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης που έχουν ιστορικό συνεργασίας στην Αυτοδιοίκηση: ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ.
Καθώς το ΚΚΕ αυτοεξαιρείται, η φυσική εξέλιξη θα ήταν να στηρίξουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ κοινούς υποψήφιους, απέναντι στους εκλεκτούς της Δεξιάς.
Όχι απλώς για να διαρρήξουν τη γαλάζια μονοκρατορία του 2019 στους ΟΤΑ, αλλά για δώσουν στους πολίτες τρόπο να στείλουν τα μηνύματά τους.
Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακέφαλος- και σε έναν βαθμό έρμαιο σε μωροφιλοδοξίες- ότι αυτό το μέτωπο έχει διασπαστεί, χωρίς καν απόπειρα να υπάρξει, βαρύνει πρωτίστως τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Αποτελεί συνειδητή επιλογή του. Με τη μυωπική – και εν μέρει ανισόρροπη- επιδίωξη να «πάρει» το ΠΑΣΟΚ περισσότερους δήμους από τον ΣΥΡΙΖΑ και να το εκλάβει -ο ίδιος- ως ..οιονεί δεύτερο κόμμα! .
Καθώς είναι σαφές ποιος ωφελείται από τη διατήρηση της ρήξης με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Ανδρουλάκης συνεχίζει τις προεκλογικές διευκολύνσεις προς τον Μητσοτάκη…