Ολες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών καταγράφουν ένα κοινό στοιχείο. Οπως κι αν το μετράει η κάθε δημοσκόπηση, η κυβέρνηση δείχνει να συνέρχεται από το χαστούκι των Τεμπών.

Είναι νωρίς να πούμε αν συνέρχεται πλήρως ή περίπου αλλά ένα πράγμα είναι ήδη βέβαιο: δεν την πήρε από κάτω.

Το θέμα λοιπόν δεν ήταν τόσο σοβαρό; Προφανώς ήταν.

Μόνο που ο κάθε πολίτης αξιολογεί τη σοβαρότητα κάθε θέματος σε σχέση με άλλα σοβαρά θέματα και φυσικά με τα δικά του κριτήρια αξιολόγησης. Σε δημοκρατία ζούμε.

Πάμε παρακάτω. Στη δημοκρατία η δυσαρέσκεια με μια κυβέρνηση δεν αρκεί για να διαμορφώσει συνθήκες πολιτικής αλλαγής.

Χρειάζεται κάποιος να υποδεχτεί τη δυσαρέσκεια αυτή. Και να την εκφράσει στο πεδίο της αντιπαράθεσης για την εξουσία.

Στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει κανείς.

Για έναν λόγο πολύ απλό, τον οποίο κανείς δεν ομολογεί: επειδή δεν έχουμε δικομματισμό ή έστω τον παραδοσιακό δικομματισμό.

Στον δικομματισμό το ένα κόμμα γίνεται υποδοχέας της δυσαρέσκειας που προκαλεί το άλλο σχεδόν αυτόματα. Η εναλλαγή τρέφει το σύστημα και το σύστημα προάγει την εναλλαγή.

Δείτε τι γίνεται τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ξεφουσκώνουν οι Συντηρητικοί;  Φουσκώνουν οι Εργατικοί.

Στη χώρα μας έχουμε απλώς ένα σύστημα «ενάμιση κόμματος» όπου το μισό κόμμα πασχίζει να αντιπαλέψει το ολόκληρο. Και ευλόγως δεν τα καταφέρνει. Ετσι καταφεύγει σε εκκεντρικές ή γραφικές πρωτοβουλίες κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθειά του.

Ακόμη κι η απλή αναλογική ήταν μια πρωτοβουλία αναντίστοιχη με το πολιτικό σύστημα.

Αυτό το φυσιολογικό δεδομένο οδηγεί σε ατυχείς προσπάθειες αναδιαμόρφωσης των συσχετισμών «δια της πλαγίας οδού».

Μια μέθοδος η οποία δεν είναι αποδεκτή από την πλειονότητα, ακριβώς επειδή δεν εγγράφεται στους όρους της κανονικής πολιτικής όπως τους γνωρίζουμε.

Είτε μιλάμε για τον «άγνωστο Χ» ή τον «τρίτο πρωθυπουργό». Είτε για οικουμενικά ή «τερατογενή» σχήματα. Είτε για άλλες ανήκουστες ταρζανιές που δεν ανήκουν στην πολιτική κουλτούρα της δημοκρατίας μας.

Υποθέτω ότι το 87% που διαφωνεί με την ιδέα Βενιζέλου για την πρωθυπουργία, δεν το κάνει επειδή τον θεωρεί ανεπαρκή αλλά επειδή απορρίπτει μια αμφιλεγόμενη διαδικασία (Interview, 3/4).

Ξέρετε κάτι; Ολα αυτά το μόνο που καταφέρνουν δεν είναι να βρίσκουν διεξόδους σε κάποιο αδιέξοδο που έως τώρα δεν προκύπτει. Αλλά να συντηρούν την καχυποψία και τον κυνισμό.

Η δημοκρατία όμως είναι μια άσκηση καθαρότητας και σαφήνειας.

Και θα είναι ευχής έργο αν ζήσουμε τη «μακρά εκλογική περίοδο» που ανοίγεται μπροστά μας με τους όρους της δημοκρατίας.

Οχι της ίντριγκας.