Στην Ολομέλεια της Βουλής επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Οικονομικών: «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2235 – Κύρωση Πρόσθετης Πράξης στο Νέο Συνυποσχετικό μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ναυτιλιακής Κοινότητας και φορολογικές ρυθμίσεις για τη ναυτιλία-Επείγουσες φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις – Θεσμικό πλαίσιολειτουργίας της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων και του Δικτύου Κρατικών Ενισχύσεων – Μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις», τοποθετήθηκε η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής και Βουλευτής του Β2 Δυτικού Τομέα Αθήνας, Νάντια Γιαννακοπούλου, επισημαίνοντας ότι “οι κυβερνητικές επιλογές αποδεικνύονται ατελέσφορες, ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές” ως προς την αντιμετώπιση “της ακρίβειας η οποία όπως όλα δείχνουν χτυπάει κόκκινο”, την ίδια ώρα που “η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μειώνεται συνεχώς, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ο πρωτογενής τομέας αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, υπονομεύοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.”.
Στη συνέχεια η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος παρατήρησε ότι “η λογική των επιδομάτων, των επιδοτήσεων κάθε μορφής δείχνουν τα όριά τους”, έχοντας προτείνει ως παράταξη “κατ΄ επανάληψη σειρά μέτρων, απέναντι στα οποία η Κυβέρνηση κωφεύει”.
Ειδικότερα, η Βουλευτής του Β2 Δυτικού Τομέα Αθήνας παρέθεσε τις βασικές προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για την ακρίβεια, οι οποίες ενδεικτικά περιλαμβάνουν “τη μείωση του ΦΠΑ σε τρόφιμα και καύσιμα, πλαφόν στη λιανική αγορά ενέργειας, τη στήριξη και την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της ΡΑΕ για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση των πρακτικών ολιγοπωλίων και αισχροκέρδειας στην αγορά, καθώς και τη στήριξη χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων με άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού και δημιουργία νέου ΕΚΑΣ”.
Καταλήγοντας, η κα Γιαννακοπούλου εστίασε στο ζήτημα “των κονδυλίων που μεταβιβάζονται ως κεντρικοί αυτοτελείς πόροι από τον κρατικό προϋπολογισμό στους Δήμους και τις Περιφέρειες” κρίνοντας ότι “η σχετική πρόβλεψη στον κρατικό προϋπολογισμό είναι αναντίστοιχη των τρεχουσών οικονομικών αναγκών και εξελίξεων, οδηγώντας ουσιαστικά σε περαιτέρω υποβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.”