Γράφει ο Γιώργος Μελιγγώνης
Με αφορμή τις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ και τις
υποβολιμαίες συγκρίσεις που επιχειρούν πολλοί με τις αντίστοιχες
εσωκομματικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ (που δεν είναι
καθόλου αντίστοιχες, αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη συζήτηση…),
έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για τη συμμετοχή των πολιτών σε
κόμματα. Τούτες τις μέρες περισσεύουν οι αναλύσεις για τα
«μέλη», τα «ενεργά μέλη», τους «φίλους», τους «συμπαθούντες»
και άλλους πολιτικούς νεολογισμούς, που πάντως, όλοι έχουν μία
κοινή αφετηρία –που μάλλον είναι το σημαντικότερο στοιχείο όλων:
ότι, δηλαδή, όπως κι αν προσδιοριστεί ή αυτοπροσδιοριστεί ένας
πολίτης που μετέχει σε μία εσωκομματική διαδικασία, σηκώθηκε
από τον καναπέ του και διέθεσε τον πολύτιμο σαββατοκυριακάτικο
ελεύθερο χρόνο του –έστω κι αν μιλάμε για μισή ώρα απ’ αυτόν-
για να εκφράσει την άποψή του για τα τεκταινόμενα ενός
κόμματος: είτε για να επιλέξει επικεφαλής, είτε για να
επαναβεβαιώσει την εμπιστοσύνη του στον επικεφαλής, είτε για να
αναδείξει συνέδρους ή μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, είτε για να
πει την άποψή του πώς πρέπει να λέγεται το κόμμα. Κοινή
συνισταμένη όλων είναι ότι σηκώθηκαν από τον καναπέ τους. Και
αυτό είναι μία αρχή.
Βεβαίως, η συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι η συνέχεια τώρα
ξεκινά –και δεν υπάρχουν βεβαιότητες, σε μία εποχή που η
κομματική ένταξη είναι το λιγότερο «ντεμοντέ». Με άλλα λόγια, το
τί θα κάνει το ΠΑΣΟΚ με τις 180.000 –πολλώ δε μάλλον με τις
270.000- πολίτες που ψήφισαν στις δύο τελευταίες εσωκομματικές
του διαδικασίες, είναι ένα ανοιχτό διακύβευμα. Το ίδιο ισχύει και
για τα 172.000 μέλη που αριθμεί πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την
επιτυχημένη διαδικασία της περασμένης Κυριακής.
Προφανώς, η εποχή που τα μέλη του κόμματος καλούνταν συχνά-
πυκνά από την τοπική ή κλαδική οργάνωση που ανήκουν, για να
συζητήσουν και να διαβουλευτούν επί των θεμάτων που αφορούν
την χώρα ή το κόμμα, έχει παρέλθει. Ελάχιστοι έχουν πια τον
χρόνο και τη διάθεση να πηγαίνουν μία φορά τον μήνα ή στις 15
ημέρες στην «Κόβα» τους για πολύωρες κομματικές διαδικασίες.
Ωστόσο, υπάρχει το διαδίκτυο. Υπάρχουν τα τηλέφωνα.
Υπάρχουν τα εσωκομματικά δημοψηφίσματα. Και, φυσικά, τώρα
που η κορωνοϊός περνά σε ενδημική φάση και πρέπει να μάθουμε
να ζούμε μ’ αυτόν χωρίς να υπονομεύουμε την καθημερινότητά
μας, υπάρχουν και οι περιοδείες, οι επισκέψεις, η απευθείας και
δια ζώσης επαφή. Υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, όλα τα παραπάνω κι
άλλα τόσα, αν όντως ένα κόμμα θέλει να αντιμετωπίσει όλους όσοι
ψήφισαν στις εσωκομματικές του διαδικασίες με τρόπο
διαφορετικό από το να είναι «ψηφοφόροι μιας χρήσης». Το ότι
έχει, λοιπόν, ανοίξει αυτή η συζήτηση για το πώς τα κόμματα
μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την επαφή τους με τους πολίτες
πέραν των παραδοσιακών τρόπων, είναι απολύτως θετικό. Αρκεί,
βεβαίως, η συζήτηση που άνοιξε να έχει και συγκεκριμένη
συνέχεια –γιατί εδώ στην Ελλάδα έχουμε παράδοση να ανοίγουμε
συζητήσεις και αυτές να κλείνουν μόλις το θέμα σταματά να
προβάλλεται από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων…