Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Ο νεότερος διχασμός της χώρας δεν ξεκίνησε με τα εμβόλια. Ούτε με το Ουκρανικό. Δρομολογήθηκε έξυπνα με τα Μνημόνια από αυτούς που τα επέβαλαν ως ιστορική (και πρακτική…) αναγκαιότητα για να «μεταρρυθμίσουν» την Ελλάδα.
Η Ελλάδα βεβαίως ουδέποτε μεταρρυθμίστηκε. Αντίθετα, εξελίχθηκε σε Κολομβία και με τη βούλα. Μαφιόζοι στην κυβέρνηση με ιδιωτικά γραφεία παρακολουθήσεων, μαφιόζοι ολιγάρχες με στρατιές φουσκωτών και οπαδών, βουλευτές με εισπρακτικές εταιρίες, δήμαρχοι λαμόγια, επίορκοι δικαστικοί, δολοφονημένοι δημοσιογράφοι και ένα όργιο σεξουαλικής διαστροφής «επωνύμων» με έφεση στην παιδεραστία συνθέτουν το σκηνικό του σημερινού ελληνικού «failed-state». Πολύ μακριά από τη «νοικοκυρεμένη» μεσογειακή αποικία την οποία ευαγγελίζονταν οι κήρυκες του αναγκαστικού δανεισμού.
Με τα Μνημόνια, λοιπόν, η χώρα δεν εκσυγχρονίστηκε. Ούτε συνετίστηκε. Διαλύθηκε, φτωχοποιήθηκε, εξανδραποδίστηκε, παρέδωσε τον πλούτο και το βιος της για να καταλήξει σε «απόπατο» της ήδη σάπιας Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και, μέσα σε όλα αυτά, η κοινωνία διχάστηκε. Ανάμεσα σε αυτούς τους τάχα «εχέφρονες», που πείστηκαν ότι η μνημονιακή τιμωρία ήταν δίκαιος εξιλασμός (και… εξευτελισμός) για να γίνουμε επιτέλους «Ευρωπαίοι», και στους ρομαντικούς, που πίστεψαν ότι μπορούσαμε να ζήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Ο διχασμός ξεκίνησε με το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015. Που, ενώ τέθηκε ως απλό ερώτημα αποδοχής ενός ακόμη πιο ασφυκτικού προγράμματος λιτότητας και περικοπών, κατέληξε εντέχνως σε ψευδεπίγραφο δίλημμα παραμονής μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το μειοψηφικό «Μένουμε Ευρώπη» ήταν το πολιτικά ορθό και επικοινωνιακά άρτια οργανωμένο κίνημα των υποτιθέμενων εχεφρόνων και η συντριπτική ψήφος του «Οχι» ήταν η περιθωριακή επιλογή των αφρόνων, των «ψεκασμένων», που ζουν μέσα σε όνειρα και παραισθήσεις νομίζοντας ότι η Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει χωρίς την αγάπη των Γερμανών.
Κανείς δεν είχε το θάρρος να εξηγήσει εκείνη την περίοδο ότι η αποχώρηση από την ευρωζώνη δεν συνεπάγεται αυτόματη έξωση από την Ευρωπαϊκή Ενωση και πολύ περισσότερο από την Ευρώπη. Ακόμη κι ο Σόιμπλε το διευκρίνισε, κατόπιν εορτής βέβαια.
Όποιος όμως τολμούσε τότε στην Αθήνα να μιλήσει για εθνικό νόμισμα (το μόνο που εξασφαλίζει τελικά εθνική κυριαρχία στα μικρότερα και ασθενέστερα οικονομικά κράτη) βαφτιζόταν όχι «ψεκασμένος», αλλά κάτι χειρότερο: αγράμματος, αστοιχείωτος, απαίδευτος και εν τέλει «υβριστής» του ευρωπαϊκού οράματος.
Η ιθύνουσα πολιτική και επιχειρηματική τάξη, τα μέσα ενημέρωσης και η ακαδημαϊκή κοινότητα είχαν ήδη αποφανθεί υπέρ του ευρω-γερμανικού μονοδρόμου με «κάθε κόστος». Οποιαδήποτε παρέκκλιση επομένως κρινόταν αιρετική.
Κι ύστερα ήρθε ο Covid. Που ανέδειξε την ιδιοτέλεια των πλούσιων Ευρωπαίων εταίρων, οι οποίοι έσπευσαν να πάρουν υγειονομικά μέτρα αποκλειστικά για λογαριασμό τους, ακολουθώντας τη συνταγή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Στην αρχή, αν θυμάστε, ξέσπασε η μάχη της «μάσκας» και του «αναπνευστήρα». Αργότερα ήρθαν στο προσκήνιο τα εμβόλια και η υποχρεωτική επιβολή τους. Αρον άρον και με το στανιό.
Μέσα σε αυτό το ρεσιτάλ παραπληροφόρησης, έλλειψης συντονισμού και αλληλεγγύης, αλλά και απόλυτης ευρωπαϊκής ασυνεννοησίας, πολλοί συμπολίτες μας δυσανασχέτησαν, αντιμετωπίζοντας τον εμβολιασμό με ισχυρές επιφυλάξεις. Διευκρινίζω ότι δεν ήμουν ανάμεσα σε αυτούς. Δεν ανήκω με κανέναν τρόπο στους συνωμοσιολόγους αντιεμβολιαστές. Αλλά συμμερίζομαι τις ανησυχίες των ανθρώπων που δυσπιστούν απέναντι στα «εμβόλια-εξπρές» ακριβώς επειδή κι εγώ δεν έχω την παραμικρή εμπιστοσύνη στο διεθνές στερέωμα εξουσίας που αποφασίζει τις τύχες των λαών. Σέβομαι και παίρνω πολύ σοβαρά την επιστήμη, αλλά όχι τα λαμόγια της Κομισιόν και κάθε διεθνούς κονκλάβιου, τύπου «Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας», που τελικά θα αποφασίσει την «επιστημονική συνταγή» σωτηρίας μας.
Ανάμεσα στους επιφυλακτικούς που δεν ήθελαν το εμβόλιο με το ζόρι ήταν και αρκετοί υγειονομικοί. Αμέσως βαφτίστηκαν «ψεκασμένοι»… Η κυβέρνηση τους έδιωξε στο πυρ το εξώτερον, γιατί αποτελούσαν -υποτίθεται- κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Αυτό δεν αποδείχτηκε ποτέ, αλλά ας πούμε ότι η τότε υπαγωγή τους σε καθεστώς… «εργασιακής καραντίνας» εξυπηρετούσε ένα ευρύτερο σκεπτικό προστασίας των υπολοίπων.
Σήμερα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να κρατά τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς σε καθεστώς αναστολής εργασίας και αρνείται να επαναπροσλάβει τους απολυμένους από γινάτι. Επιτείνει συνειδητά τον διχασμό μεταξύ εμβολιαστών – αντιεμβολιαστών μέσα από ένα είδος εκδικητικού πείσματος. Κατά την άποψή της, οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί είναι «εχθροί της επιστήμης» που δεν πρέπει να ασκούν το επάγγελμα, είναι αντιδραστικοί, συριζαίοι, ακροδεξιοί και εν πάση περιπτώσει δεν ανήκουν στο εκλογικό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας του Μητσοτάκη.
Εσχάτως προέκυψε και νέος διχασμός. Κι αυτός επιδοτούμενος από την κυβερνητική επικοινωνιακή στρατηγική: Ελληνες φιλοουκρανοί με τρικολόρ σημαιάκια στο twitter, φιλονατοϊκοί, στρατευμένοι -υποτίθεται- στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Και, από την άλλη, οι αστοιχείωτοι που δεν αντιλαμβάνονται τη σοφία και το ηθικό μεγαλείο της διπλωματίας του Μητσοτάκη: πουτινάκια και… «ρωσοψέκια».
Ευρωπαίοι πολίτες είναι μόνον οι πρώτοι. Αντάξιοι της εύνοιας της θείας Ούρσουλα και του Σχοινά, άντε και του γραφικού χοντρούλη που παριστάνει τον Αμερικανό πρέσβη στα καθ’ ημάς. Οι υπόλοιποι, όσοι αναρωτιούνται δηλαδή γιατί να στέλνουμε όπλα από τα ελληνικά νησιά στους μαφιόζους του Ζελένσκι ή γιατί να παγώσουν τα παιδιά μας τον χειμώνα που έρχεται, είναι κάφροι. Ανάξιοι να αντιληφθούν τον υπέρτατο «ευρωπαϊκό σκοπό» Φυσικά, όλη αυτή η επιδοτούμενη αντιπαράθεση αναπαράγεται καθημερινά και στα social media. Aπό τη μια οι Ευρωπαίοι φιλοδυτικοί πολίτες του δικαιωματισμού και της παγκοσμιοποίησης, κι από την άλλη οι οπαδοί του νατιβισμού, οι «εθνολαϊκιστές», κολλημένοι με την πατρίδα, την οικογένεια και την Ορθοδοξία.
Οι αφορμές του σύγχρονου διχασμού είναι πολλές και θα εντείνονται. Αλλά η διαχωριστική γραμμή είναι μία και μοναδική: επιδοτούμενος γκλομπαλισμός εναντίον «αναχρονιστικού» πατριωτισμού. Προσοχή, όμως, γιατί μεθαύριο στη γραμμή της ευρωπαϊκής πολιτικής ορθότητας θα ξεφυτρώσει επισήμως και η θεωρία των εθνικών εκπτώσεων έναντι της Τουρκίας – να κάνουμε μερικές παραχωρήσεις στο Αιγαίο για να αποφύγουμε τη σύρραξη με τους απέναντι. «Ποιος κάνει πόλεμο στην εποχή μας, εκτός από τον φασίστα τον Πούτιν;» θα πουν. Και τότε οι λογαριασμοί στο twitter θα γεμίσουν από γαλάζια και κόκκινα σημαιάκια, τους νέους «πρεσβευτές» της ελληνοτουρκικής φιλίας. Της ειρήνης με κάθε κόστος…
Αυτός θα μπορούσε να είναι ο επόμενος διχασμός και, δυστυχώς, πολύ πιο επικίνδυνος από τους προηγούμενους. Δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να τον καλλιεργήσουν αυτή η κυβέρνηση και η ιθύνουσα τάξη που εξακολουθεί(;) να τη στηρίζει. Το ευτύχημα είναι ότι μάλλον δεν θα προλάβουν…