Της Ευτυχίας Κοκκίνη
Τις ημέρες που προηγήθηκαν δύο άσχετα μεταξύ τους περιστατικά μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης. Τα αναφέρω με τη σειρά που έγιναν γνωστά: η επίθεση δύο ανηλίκων στο σταθμάρχη του μετρό και η αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική κακοποίηση που δέχτηκε από υψηλόβαθμο παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας πριν από 23 χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι τα δύο περιστατικά δείχνουν ξένα μεταξύ τους, εντούτοις τα καθορίζει μία κοινή συνισταμένη: αυτή του φόβου του αδύναμου απέναντι στη δύναμη του ισχυρού. Μόνο που στην πρώτη περίπτωση η δύναμη είναι σωματική, στη δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει περισσότερο με το υψηλό αξίωμα του θύτη.
Είναι πραγματικά ασύλληπτο στο νου το βάρος που το θύμα κουβαλάει ψυχικά όταν δέχεται κάθε μορφής βία. Και όταν έχει περάσει το πρώτο στάδιο της επίθεσης, η ίδια η ομολογία αυτής το καλεί να περάσει σε δεύτερο στάδιο, αυτό της κοινωνικής κριτικής, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στην πρώτη περίπτωση, κάποιοι γονείς προσπαθούν τρόπον τινά να ταχθούν στο πλευρό της μητέρας των ανηλίκων, θέτοντας ως εγωιστικό αξίωμα την αγάπη που κάθε γονιός έχει για τα παιδιά του, ικανή να τον οπλίσει κόντρα στο εύλογο αίτημα του θύματος για απονομή δικαιοσύνης. Πρόκειται για τους γονείς εκείνους που αποποιούνται της ευθύνης τους να διδάξουν στα παιδιά τους το σεβασμό προς τον συνάνθρωπο και τη βασική αρχή της ελευθερίας, η οποία οφείλει να σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του διπλανού τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, πολλοί προσπάθησαν να βρουν στοιχεία «συνωμοσίας» στα έτη που μεσολάβησαν, τα οποία παραγράφουν νομικά το αδίκημα. Ίσως γιατί δε βρέθηκαν στη θέση του θύματος αγνοώντας τους προσωπικούς λόγους που το αποσιώπησε τότε. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγους πάνω από την ίδια, πέρα από την ίδια, με σκοπό τη διασφάλιση της ειρήνης στα πλαίσια μίας ομάδας συναγωνιστών της.
Σχήμα οξύμωρο η επιφανειακή κριτική που κάποιοι θα ασκήσουν. Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα έπρεπε να είχε μιλήσει προηγουμένως το θύμα για να μην υποστεί την επίθεση. Στη δεύτερη περίπτωση, θα έπρεπε να είχε μιλήσει όταν είχε συμβεί. Ο νόμος της επιλεκτικής σιωπής που ακολουθεί το φόβο.
Αν όμως το παρελθόν δε μπορεί να γυρίσει πίσω, δεν ισχύει το ίδιο για το παρόν και κυρίως για το μέλλον. Διότι όλοι ευχόμαστε να μπορούμε να ζούμε σε μία κοινωνία, της οποίας οι νόμοι θα μεριμνούν για να προλαμβάνουν το φόβο μας. Υπό την έννοια του παραδειγματισμού, ο οποίος θα διασφαλίζει την αρμονική συμβίωση. Για να μάθει ο καθένας, ότι όση σωματική δύναμη και αν διαθέτει, όποιο υψηλό αξίωμα και αν έχει καταλάβει, οφείλει να σέβεται απόλυτα τον καθένα που υποκειμενικά θεωρεί «κατώτερο» του. Έτσι ώστε ο άγραφος νόμος του φόβου να εκλείψει οριστικά. Και εκείνος της σιωπής να μη βρίσκει λόγο να υπάρχει.
*Η Ευτυχία Κοκκίνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Βαρβάκειο και εν συνεχεία στα ΤΕΙ Πειραιά στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων. Μιλάει 4 ξένες γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικών σε campus στο Παρίσι κατά τα έτη 2002 έως και 2007.
Εργάζεται σε θυγατρική εταιρία χρηματοδοτικών μισθώσεων Τραπεζικού Ομίλου. Έχειπροϋπηρεσία στον Τραπεζικό κλάδο. Διαθέτει δίπλωμα “Public Relations” από το London Chamber of Commerce and Industry Examinations Board.
Λατρεύει τον κινηματογράφο και γράφει εθελοντικά παρουσίαση και κριτική για ταινίες σε siteτης Θεσσαλονίκης το «Φιλμ Νουάρ». Παράλληλα έχει ξεκινήσει να γράφει μυθιστορήματα.