Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Μια από τις… γονιδιακές “ατέλειες” της Δημοκρατίας, είναι η συνειδησιακή επιλογή της να συγχωρεί, ή έστω να μεταχειρίζεται με ευπρέπεια εκείνους που δεν τη σεβάστηκαν. Το ζήσαμε έντονα αυτό στην πατρίδα μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Από τους χουντικούς, που έβαλαν την Ελλάδα “στο γύψο” για μια επταετία, μέχρι αμετανόητους δολοφόνους σαν τον Κουφοντίνα, όλοι είδαν τη Δημοκρατία να τους συμπεριφέρεται με επιείκια, σε αντίθεση με όσα αποκρουστικά έκαναν εκείνοι εις βάρος της.
Το ίδιο συμβαίνει και με το πολιτικό σύστημα. Με όλους εκείνους τους “μοιραίους και άβουλους”, που πρωταγωνίστησαν στην εθνική παρακμή, είτε συνειδητά, είτε επειδή… δεν ήξεραν τίποτα. Δεν έμαθαν και δεν άκουσαν κάτι σχετικό. Δεν… καταλάβαιναν τι συμβαίνει.
Σε αυτή τη συγχωρητική διάσταση της Δημοκρατίας, εντοπίζεται και μια ηχηρή υπεροχή της έναντι κάθε άλλου πολιτεύματος. Όσο και αν δεν συντονίζεται τις περισσότερες φορές με τον κοινωνικό ψυχισμό και το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών.
Ένα ωστόσο είναι βέβαιο. Η Δημοκρατία μπορεί να συγχωρεί, αλλά δεν ξεχνάει. Και μεταφέρει την εμπειρία της μνήμης, από γενιά σε γενιά, για να μαθαίνουν οι νεώτεροι τις… αμαρτίες του παρελθόντος. Και να έχουν την ευκαιρία να βγάλουν μόνοι τους τη σχετική ετυμηγορία περί της ενοχής των πρωταγωνιστών.
Σε αντίθεση με τον κορονοϊό, για τη… μνήμη δεν βρέθηκε εμβόλιο που να τη “σκοτώνει”. Που να παραδίδει στη λήθη το αμαρτωλό χθες. Πώς να ξεχαστεί λοιπόν η λεηλασία της Ελλάδας την εποχή Σημίτη, με τη φωτογραφία του πρώην πρωθυπουργού να περιμένει τη σειρά του για να εμβολιαστεί;
Δεν ξεχνιέται ο “χρυσός αιώνας” της διαπλοκής και της διαφθοράς. Με τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου σε βάρος των μη προνομιούχων, σε καιρό ειρήνης, τη διαφθορά, τα σκάνδαλα. Τα σκάνδαλα. Τα σκάνδαλα.
Υπάρχει άλλωστε η βουλιμία υπεράσπισής του από τα (ευεργετημένα) “ορφανά” του, που και να θέλεις να… ξεχαστείς, δεν σε αφήνουν.