Της Ευτυχίας Χ. Κοκκίνη
Κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω ότι ακόμη μία γυναίκα έχασε τη ζωή της εξαιτίας της βιαιότητας που άσκησε επάνω της ο σύντροφος της νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου να δυναμώνουν και να αυξάνονται μόνο με τη σκέψη όλων όσων έχουν περάσει από το μυαλό τους για όσο διάστημα διαρκεί η «κακοποίηση» και μέχρι την τελευταία ανάσα τους. Ίσως επειδή εγώ η ίδια έχω βιώσει για ένα σημαντικό διάστημα της ζωής μου λεκτική βία, την οποία αποδεχόμουν από προσωπική ανασφάλεια και συνάμα εξαιτίας της ανάγκης να ανήκεις κάπου, έστω και σαν μία απατηλή ιδέα.
Ανέκαθεν θεωρούσα τον εαυτό μου ευφυή που μπορούσε να βάλει όρια στον τρόπο χειραγώγησής του από τους άλλους. Και τα είχα καταφέρει μέχρι το σημείο εκείνο που κρατούσα μία σταθερή απόσταση από τη μετατροπή αυτής της λεκτικής συμπεριφοράς σε πράξη. Όμως αυτή η πλαστή «ανασφάλεια» με κρατούσε δέσμια σε μία μορφή εξάρτησης, στην οποία ένα χαμόγελο, μία τυπική κατάφαση ή μία σύντομη σιωπή από μέρους μου φάνταζαν ως η ιδεατή λύση.
Νομίζω ότι ο ίδιος ο πόνος μας βοηθάει να βλέπουμε περισσότερο καθαρά από όσο προσποιούμαστε πριν τον βιώσουμε. Και είναι εκείνη η στιγμή που μπορούμε να κατανοήσουμε την αλήθεια και να την αποδεχτούμε. Και επιπλέον να καταλάβουμε τη δυσκολία που μπορεί να βιώσει κάθε γυναίκα που είχε ακόμη λιγότερη δύναμη από τον πρότερο εαυτό μας για να αντισταθεί σε σκληρότερες δοκιμασίες.
Υπάρχουν άντρες που είναι συνηθισμένοι σε κάθε μορφής μισογυνισμό μπερδεμένο με κόμπλεξ, τον οποίο κρύβουν επιμελώς κάτω από ένα πέπλο εξουσίας λόγω ευμάρειας, κοινωνικής καταξίωσης, αναγνωρισιμότητας, ακόμη και μυϊκής δύναμης. Εκείνοι που μπορούν να διαβάσουν την κάθε ευάλωτη στιγμή μας και να την εκμεταλλευτούν.
Και εμείς μέσα από ένα περίεργο κράμα καλοσύνης, φόβου και ανασφάλειας μεταφράζουμε λάθος τον συμβολισμό κάθε λέξης και καταλήγουμε να αποδεχόμαστε τη συνήθεια του «πάλι» αντί για την επανάσταση του «ποτέ ξανά».
Αυτό το άρθρο μπόρεσε να γραφτεί εξαιτίας της αντίστασης στις λεκτικές προσβολές προτού καταλήξουν σε πράξεις. Με οδηγό το φως στην άκρη του τούνελ μετά από μία μεγάλη στενοχώρια. Μακάρι να αποτελέσει αφορμή για κάποια μεγαλύτερη παρακίνηση όπου το «ποτέ ξανά» δε θα έχει αυστηρά ατομικό χαρακτήρα αλλά θα αποκτήσει συλλογικό, σε επίπεδο κοινωνίας.
Ευτυχία Χ. Κοκκίνη