Της Ευτυχίας Χ. Κοκκίνη
Τα τελευταία τρία χρόνια, από την περίοδο της καραντίνας και μετά, παρατηρώ ότι όποια τραγωδία λάβει τόπο κυρίως στο εσωτερικό της χώρας μας έχει αρχίσει να αποτελεί τηλεοπτικό προϊόν ακόμη και για εκπομπές, οι οποίες είθισται να έχουν ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτή η τάση επικεντρωνόταν σε δύο-τρεις μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες σχετίζονταν με πρόσωπα του καλλιτεχνικού κυκλώματος. Γρήγορα όμως διαπίστωσα ότι, ειδικά μετά τη δολοφονία των τριών κοριτσιών στην Πάτρα, και πρόσφατα με την υπόθεση βιασμού και μαστροπείας με θύμα το δωδεκάχρονο κορίτσι στον Κολωνό η κατάσταση έχει ξεπεράσει τα λογικά όρια προβολής της.
Μπορώ ως ένα σημείο να καταλάβω την ανάγκη του κόσμου να μάθει πληροφορίες οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην αποτροπή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον. Όμως, δυστυχώς, κάθε καινούργια μέρα, περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως, τα οποία κινούνται στα όρια της ηδονοβλεψίας. Προσωπικά, δε νομίζω ότι ενδιαφέρει κανέναν σε ποιο κελί κοιμήθηκε ο εκάστοτε θύτης, τι έφαγε και με ποιους μίλησε. Θεωρώ ότι το περιεχόμενο των μηνυμάτων ενός παιδόφιλου με τα θύματά του, το οποίο αποτελεί αντικείμενο δικογραφίας, δε θα έπρεπε να προβάλλεται στα μέσα ενημέρωσης. Για τον ίδιο λόγο η προβολή ακόμη και παραποιημένης της εικόνας ενός ανήλικου θύματος θα έπρεπε να απαγορεύεται ρητά.
Ίσως φανεί υπερβολική στα μάτια πολλών η διαίσθηση μου ότι οι θύτες με τον τρόπο που παρουσιάζονται κυρίως στην τηλεόραση με τόση προσοχή στραμμένη επάνω τους κατά μία έννοια θεοποιούνται. Κάτι που προσφέρει επιπρόσθετη ηδονή στο μαύρο της ψυχής τους και τροφοδοτεί τον ναρκισσισμό τους. Στην αλυσίδα της τρέχουσας ενημέρωσης όλο αυτό μεταφράζεται σε υψηλή τηλεθέαση, η οποία αποτελεί πηγή εσόδων για τα μέσα ενημέρωσης. Και κάπου εκεί η ίδια η τραγωδία μετατρέπεται σε ευσεβή πόθο στα όρια της ιεροσυλίας για εκείνους που την προβάλλουν και τους υπόλοιπους που συντελούν με την εκούσια συμμετοχή τους στην εκμετάλλευσή της.