Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
«Μα καλά, δεν ντράπηκε αυτός ο Κασσελάκης να πει ότι δεν ζητά τίποτα περισσότερο από τους πολίτες πέραν μισής ώρας από την Κυριακή τους για να πάνε να τον ψηφίσουν; Έτσι έγινε πια η αριστερά; Να ζητά δυο ευρώ και μισή ώρα από τον κυριακάτικο καφέ των ανθρώπων, θεωρώντας τα αρκετά για να αλλάξει η κοινωνία μας; Είναι δυνατόν; Πώς κατάντησαν έτσι;». Σοφές κουβέντες θα πείτε, αλλά ξέρετε από ποιον τις άκουσα; Σε κάποιο ραδιόφωνο από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Ναι μάλιστα, από τον Λαφαζάνη του νομισματοκοπείου και των τεμενάδων μπροστά στον Πούτιν. Από τον Λαφαζάνη της εξόδου από την Ευρώπη και των συναλλαγών με δραχμές. Προσωπικά τον συμπαθώ από χρόνια τον Παναγιώτη, πολιτικά όμως οι απόψεις του είναι απεχθείς στα μάτια και στ’ αυτιά μου. Κι όμως, εκεί στον Συριζα τα κατάφεραν έτσι, που η πολιτική κριτική του Λαφαζάνη απέναντι στο φαινόμενο Κασσελάκη να φαντάζει στο μυαλό μου ως ακριβοδίκαιη και σπουδαία.
Πώς να σας το πω; Ενώ τον άκουγα, έπιασα τον εαυτό μου να μπαίνει στα παπούτσια κάθε αριστερού και κομμουνιστή που έχω συναντήσει στην ζωή μου και να νιώθω τον πόνο του με τον νεαρό που όρμησε και κατέλαβε το μεγαλύτερο κόμμα του χώρου τους. Αν και πάντα ήμουν αντίθετος με την ιδέα της απόλυτης στράτευσης σ’ έναν κόμμα και μια ιδεολογία, συχνά δεν μπορούσα παρά να θαυμάζω την αυταπάρνηση πολλών αυτούς.
Διαφωνούσα μ’ αυτό που πίστευαν, έλεγα σε κάτι παλιούς μπαρμπάδες μου που έφαγαν την ζωή τους σε ξερονήσια και φυλακές ότι τσάμπα κατανάλωσαν την ζωή τους, όμως είχα επίγνωση της αγνότητας των προθέσεων τους. Ακόμα κι όταν τους κατηγορούσα για φανατισμό και ξεροκεφαλιά, ακόμα αν ήξερα πως αυτές οι προθέσεις θα μεταβάλλονταν αν οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν στην εξουσία, είχα το κουράγιο να αναγνωρίσω ότι ως απλοί αγωνιστές της αριστεράς θυσίασαν μέρος της ύπαρξης τους για την επίτευξη των σκοπών τους.
Τώρα λοιπόν, δεν μπορώ να μην τους κοιτάξω με συμπόνια γι αυτό που βιώνουν με το φαινόμενο Κασσελάκη. Μεγάλωσαν πιστεύοντας ότι ο αγώνας τους θα δικαιωθεί μόνο αν όλοι τους θυσιάσουν προσωπική ζωή, οικογένεια και παιδιά, αν υποστούν διώξεις, παρακολουθήσεις και κυνηγητά, αν πάνε φυλακές, εξορίες και εκτελεστικά αποσπάσματα, αν μετατρέψουν την καθημερινότητα τους σε μια διαρκή επαγρύπνηση και σε ένα αδιάκοπο κρυφτό με τις δυνάμεις της αντίδρασης και του σκότους.
Κι αφού έφαγαν την ζωή τους περπατώντας πάνω σ’ αυτές τις ράγες, αφού θυσίασαν προσωπικές και οικογενειακές στιγμές για συνελεύσεις, αφισοκολλήσεις και ιδεολογικούς διαφωτισμούς, έρχεται ένας τύπος και τους λέει. «Όχι καλέ, το μόνο που χρειάζεται είναι μισή ώρα από τον κυριακάτικο καφέ σου και δυο ευρώ. Τα υπόλοιπα άστα σε μένα.» Ε, τρελαίνονται ή δεν τρελαίνονται;