Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Θυμάμαι τον καιρό που για να μπορέσει ένας πολίτης να βάλει τηλέφωνο στο σπίτι του, έπρεπε να βάλει μέσο όχι βουλευτή αλλά υπουργό. Ο οποίος έπαιρνε προσωπικά τον διοικητή του κρατικού ΟΤΕ και τον παρακαλούσε για μια γραμμή στο σπίτι του ψηφοφόρου του. Άλλη λύση ήταν να αγοράσει ο ενδιαφερόμενος μια τηλεφωνική γραμμή από αγγελία στην εφημερίδα, καθώς η μεταφορά γινόταν στο ένα τρίτο του χρόνου από την εγκατάσταση καινούριας. Μην ρωτάτε πόσο πλήρωνε. Τρεις με τέσσερις μισθούς νταβατζιλίκι.
Μπορούσε επίσης να βγάλει πλαστό χαρτί ότι ήταν καρκινοπαθής ή ότι φιλοξενούσε στο σπίτι του πυροσβέστη ή αστυνομικό, διότι τότε έμπαινε σε προτεραιότητα. Αλλιώς η εγκατάσταση μιας καινούριας τηλεφωνικής γραμμής χρειαζόταν δύο με τρία χρόνια. Με τέτοια δεδομένα, το κοινωνικό αίτημα ήταν να γίνουμε επιτέλους Ευρώπη, να μπορούμε δηλαδή να βάζουμε ένα τηλεφωνάκι στο σπίτι μας χωρίς να το ακριβοπληρώνουμε νταβαζιλίκι ή χωρίς να χρειάζεται η μεσολάβηση υπουργού.
Βούιζαν οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. «Έτσι θα έρθει η οικονομική ανάπτυξη και η σύγκλιση με την Ευρώπη;» ρωτούσαμε όλοι. «Αυτός δεν είναι Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, αλλά Οργανισμός Ταλαιπωρίας Ελλάδος» σχεδίαζαν οι γελοιογράφοι. «Έτσι θα αυξήσουμε τον τουρισμό μας; Με τους τουρίστες να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με την πατρίδα τους;» σχολιάζαμε. Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία ζητούσε τάχιστο εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών μας. Ήταν πάνδημη απαίτηση.
Τότε ήταν που έγινε η γρήγορη, αστραπιαία θα την ονόμαζα, μεταφορά του ΟΤΕ από τις αναλογικές γραμμές στις ψηφιακές. Και μέσα σε μια τριετία οι αιτήσεις για καινούριες τηλεφωνικές γραμμές ικανοποιούνταν αυθημερόν, πάψαμε να λέμε «πάρε το μηδέν» και σταματήσαμε να μπαίνουμε ανάμεσα σε συνδιαλέξεις άλλων που μιλούσαν για τα οικογενειακά τους. Τότε αποκτήσαμε και fax παρακαλώ, τρομερή αποκάλυψη για τις επιχειρήσεις και το ελληνικό κράτος που παρέμεναν ακόμα στο παλαιολιθικό telex.
Αλλά αφού πέρασαν μερικά χρόνια κι αφού θεωρήσαμε ως δεδομένο ότι οι τηλεπικοινωνίες μας ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου και μας εξυπηρετούσαν όλους περίφημα, ξαναγυρίσαμε πίσω κι αρχίσαμε να λέμε. «Τι έγινε εκείνη την περίοδο; Ποιος πήρε τις δουλειές του εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ και πόσο τον πληρώσαμε; Αίσχος!». Και αποφασίσαμε εκ των υστέρων ότι κόστισε πολλά εκείνη η δουλειά και ότι όλος ο εκσυγχρονισμός ήταν ένα σκάνδαλο. Τι δικές μας φωνές «ντροπή, ντροπή» και τις πιέσεις μας για «γρήγορα, γρήγορα» τις ξεχάσαμε βέβαια, μόνο το πόσο μας κόστισαν σκεφτόμασταν εκ των υστέρων.
Ξέρετε γιατί τα γράφω αυτά; Διότι δίχως να γνωρίζω λεπτομέρειες, αυτό που περιγράφω από την δεκαετία του ’80, μου θυμίζει πολύ αυτό που γίνεται σήμερα με την Σοφία Νικολάου. Την οποία τότε θα κρεμούσαμε αν οι φυλακισμένοι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα στα κελιά τους από κορονοϊό και τώρα την κρεμάμε γιατί βιάστηκε να αγοράσει απορρυπαντικά, μάσκες και γάντια ή να κάνει απολυμάνσεις. Η δικαιοσύνη θα αποφανθεί ασφαλώς, αλλά ως τότε να της αναγνωρίσουμε το τεκμήριο της αθωότητας και το έκτακτο των συνθηκών; Ή έτσι κι αλλιώς θα ήταν καταδικασμένη;