Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Θα σας γράψω μια παράδοξη ιστορία σήμερα. Όταν ήμουν φοιτητής, είχα έναν φίλο που του άρεσε να κλέβει τα σήματα της Μερσεντές. Αυτά τα μεταλλικά ανάγλυφα που έστεκαν στα καπό των τότε μεγαλόπρεπων Μερσεντές αυτοκινήτων. Δεν το έκανε διότι ήταν κλεπτομανής ή για να τα πουλήσει και να βγάλει λεφτά, καμία σχέση. Του την έδιναν οι πλούσιοι Μερσεντάκηδες και τους εκδικούνταν μ’ αυτό τον τρόπο. Οπότε, όπου έβρισκε Μερσεντές παρκαρισμένη, βουτούσε το σήμα κι έτρεχε. Άλλα ήταν βιδωτά, άλλα κούμπωναν, αλλά αυτός ήξερε τον τρόπο. Είχε το know how.
Διασκεδάζαμε εμείς οι υπόλοιποι της παρέας με την μανία του φίλου μας. Τον προειδοποιούσαμε βέβαια ότι κάποια στιγμή θα τον τσάκωνε η αστυνομία και θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα, αλλά οι δεκαοκτάρηδες δεν σκέφτονται τέτοια. Εμείς δεν τον ακολουθούσαμε, αλλά τον ψιλοδικαιολογούσαμε κατά βάθος τον φιλαράκο μας για την αλλόκοτη συνήθεια του. Είχε ένα κάποιο ταξικό περιεχόμενο η πράξη του. Μια Μερσεντές χωρίς το σήμα της πάνω στο καπό, μοιάζει με ξεδοντιασμένο σύμβολο πλουτισμού, με ευνουχισμένο σύμβολο εξουσίας. Και κάτι τέτοια είχαν το χάζι τους στα μάτια μας τα πρώτα μεταπολιτευτικά «επαναστατικά» χρόνια.
Είχε κλέψει μάλιστα και το σήμα της Μερσεντές του πρύτανη απ’ το προαύλιο της σχολής όπου ήταν παρκαρισμένη. Κι έφεραν μετά οι οικονομικές υπηρεσίες στην γενική συνέλευση του τμήματος, όπου ο κλέφτης-φίλος μου συμμετείχε ως συνδικαλιστής φοιτητής, τον λογαριασμό για αγορά καινούριου σήματος. Τον οποίον καταψήφισε ως «απαράδεκτο», καθότι – όπως είπε στην τοποθέτηση του – τα λεφτά της σχολής έπρεπε να πηγαίνουν για την παιδεία και όχι για να αγοράζονται σήματα της Μερσεντές. Τέτοια πλάκα.
Δεν ξέρω τι απέγιναν τα σήματα που είχε κλέψει κατά την διάρκεια της φοιτητικής του ζωής. Είχε βάλει δυο καρφιά στους απέναντι τοίχους του δυαριού που νοίκιαζε στο Κουκάκι, είχε δέσει έναν σπάγκο και κάθε φορά που έκλεβε καινούριο σήμα, το περνούσε σ’ αυτόν και το άφηνε εκεί σαν ουρανό πάνω απ’ το κρεβάτι του. Στο τέταρτο έτος θα πρέπει να είχε καμιά πενηνταριά σήματα περασμένα στον σπάγκο. Και το καθένα κόστιζε τρεις χιλιάδες δραχμές, όταν ο μέσος μισθός ήταν επτά χιλιάδες. Δεν ξέρω τι τα έκανε, μπορεί να τα έχει ακόμα σε κανένα μπαούλο του, για να θυμάται τα νιάτα του. Ή να τα δείχνει στα εγγόνια του.
Αλλά επειδή κράτησα μια κάποια επαφή μ’ αυτό τον φίλο μου στα κατοπινά χρόνια και τον είδα να προκόβει οικονομικά, δεν μπορώ να ξεχάσω την αντίδραση του μια εικοσαετία αργότερα, όταν αγόρασε ένα ολοκαίνουριο Audi και του χάραξαν με κλειδί ή μαχαίρι την πόρτα του οδηγού μέσα στην πρώτη βδομάδα. Αν έπιανε τον δολιοφθορέα στα χέρια του, θα τον καρύδωνε με την μία. Τέτοια μανία τον έπιασε. Κι ας είχε ρημάξει αυτός τις Μερσεντές της Αθήνας κάποτε.
Γιατί αναθυμήθηκα αυτή την ιστορία; Επειδή μιλάμε για την ψήφο των νέων και των παλιών. Ψήφιζε στα είκοσι ο φίλος μου, ψήφιζε και στα σαράντα…