Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Πηγή: liberal.gr
Πριν από έξι περίπου μήνες γνώρισα έναν κύριο που γεννήθηκε στην Ισλανδία, μεγάλωσε στην Αγγλία, ζει σε νοικιασμένο σπίτι στα Εξάρχεια των Αθηνών και εργάζεται εξ’ αποστάσεως σε μια ΜΚΟ που δραστηριοποιείται στην …Μιανμάρ, δηλαδή την παλιά Βιρμανία, στα βόρεια σύνορα του Βιετνάμ. Κλασικός ψηφιακός νομάς, τον οποίον γνώρισα διότι ήθελε να υιοθετήσει ένα από τα γατάκια που είχα περιμαζέψει από σκουπιδοτενεκέ του δρόμου μου.
Μένει ήδη δυο χρόνια στην Ελλάδα, αρχίζει να μαθαίνει ελληνικά, του αρέσει πολύ η ζωή εδώ και σκοπεύει να παρατείνει την παραμονή του στην χώρα μας. Εξ ου η απόφαση του να πάρει και γατάκι. Μου εξήγησε ότι είναι ενθουσιασμένος από την Ελλάδα όχι λόγω του ήλιου και της θάλασσας μας, αλλά εξ αιτίας της νυχτερινής ζωής που υπάρχει στα Εξάρχεια με τα πολλά μπαρ και τα εστιατόρια. Ο καθένας με τα γούστα του, σημασία έχει ότι κάθε μήνα ο άνθρωπος αυτός, όντας πολίτης άλλης χώρας, ξοδεύει εδώ το χρήμα που εισπράττει εργαζόμενος σε τρίτη, ασιατική χώρα.
Απ’ αυτόν έμαθα μερικά τυπικά περί ψηφιακών νομάδων, δεν ήξερα ας πούμε ότι χρειάζεται ειδική άδεια από το ελληνικό κράτος. Εγώ νόμιζα ότι αρκεί να αποφασίσει κάποιος να μείνει στην χώρα, όμως αυτό ισχύει μόνο για τους Ευρωπαίους που είναι στην ζώνη Σέγκεν. Η παραμονή με τουριστική βίζα φτάνει ως τους έξι μήνες, μετά αν δεν έχει άδεια είναι παράνομος, εξισώνεται δηλαδή με τους μετανάστες που φτάνουν με βάρκες από την Τουρκία.
Η άδεια ψηφιακού νομά βγαίνει εύκολα, αρκεί να υπάρχει αποδεδειγμένο εισόδημα από το εξωτερικό περίπου 2.500 ευρώ μηνιαίως, μαζί με ένα χαρτί του εργοδότη του που να αποδεικνύει την σχέση εργασίας τους. Εναλλακτικά, για ελεύθερους επαγγελματίες, να υπάρχει έδρα προσωπικής επιχείρησης κάπου στο εξωτερικό. Δεν ξέρω πόσοι ψηφιακοί νομάδες έχουν πιστοποιηθεί επίσημα, υποθέτω ότι είναι αρκετές χιλιάδες και ότι στο μέλλον θα αυξηθούν.
Είχα γνωρίσει και στα Χανιά ένα ζευγάρι Ρώσων, που κάθε χειμωνιάτικο πρωί δούλευαν στην επιχείρηση τους στην Ρωσία, πίνοντας τον καφέ τους σε μια καφετέρια του παλιού λιμανιού των Χανίων, αγναντεύοντας τον φάρο. Το καλοκαίρι μετέφεραν το «γραφείο» τους σε μια ταβέρνα μπροστά στην παραλία της Αγίας Μαρίνας. Ζωή χαρισάμενη. Εμείς ίσως να μην μπορούσαμε να ζούμε έτσι, εκείνοι πάντως ήταν ευτυχέστατοι. Και αναρωτιέμαι. Έναν τέτοιο δυνητικό πλουτοπαραγωγικό πόρο της χώρας, τον έχουμε αξιοποιήσει και εκμεταλλευτεί όσο θα μπορούσαμε; Χρήμα είναι αυτό και νέοι σπουδαγμένοι σύγχρονοι άνθρωποι. Αυτά τα δυο δεν ζητάμε; Γι αυτά δεν καιγόμαστε;