Του Δημήτρη Αβραμόπουλου
Μέσα σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα, που χαρακτηρίζει τον τελευταίο χρόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με ιδιαίτερα ρητορικές εξάρσεις από πλευράς της Τουρκίας, που ξεπερνούν κάθε όριο, με ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικότητας των νησιών του Αιγαίου και της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος, δειλά
άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα διάθεσης για εκτόνωση της έντασης, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι στον πυρήνα του το πρόβλημα, που έχει προκληθεί, έπαψε να υπάρχει.
Και τούτο, γιατί το βαθύ κράτος της Τουρκίας έχει ήδη επανέλθει με τους πάγιους σχεδιασμούς του, που σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές που εκδηλώνονται στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από τα ακραία εθνικιστικά Κόμματα, σε μεγάλο βαθμό έχουν καθορίσει και την ατζέντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Μικρό ωστόσο δείγμα, το περιστατικό στο επίσημο δείπνο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Πράγα, όπου ο Ταγίπ Ερντογάν απέφυγε το γνώριμο μοτίβο επιθετικής ρητορικής κατά της Ελλάδος, περιοριζόμενος σε μια γενικόλογη κριτική, η οποία και προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Έλληνα Πρωθυπουργού, για να κλείσει με διαμαρτυρία του κ. Ερντογάν επί του… πρωτοκόλλου.
Ήταν, άραγε, έμμεσο μήνυμα, ή ελιγμός της στιγμής;
Σε ένα δε άλλο διαφορετικό κλίμα και οι δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Άμυνας Ακάρ, ο οποίος την επομένη της συνάντησής του με τον Έλληνα Ομόλογό του απέφυγε την οξύτητα και έκανε ειδική αναφορά στην ανάγκη για διάλογο, με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, όπως όλοι το εννοούμε.
Απλά σημάδια που δείχνουν διάθεση αλλαγής, η οποία, ωστόσο, σε αυτήν τη συγκυρία, είναι βέβαιον ότι θα προσκρούσει στην αντίδραση του σκληρού πυρήνα του τουρκικού εθνικισμού.
Τα μηνύματα από την Αμερική και την Ευρώπη προς την Τουρκία είναι σαφή, με ξεκάθαρη τη θέση για την αδιαμφισβήτητη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, την καταδίκη των εμπρηστικών δηλώσεων και των προκλητικών ενεργειών και την παρότρυνση για διάλογο.
Ο κ. Ερντογάν έχοντας αντιληφθεί ότι η συνεχιζόμενη αυτή στάση, αποδυναμώνει τη δυνατότητα να συνεχίσει να αναπτύσσει διπλωματικές πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή, θα ήθελε να βρει μια διέξοδο, χωρίς ωστόσο αυτή να θεωρηθεί ως υποχώρηση.
Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότερο προωθεί διπλωματικές πρωτοβουλίες, με σκοπό να του αναγνωρισθεί σημαντικός ρόλος στη διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης.
Κρατάει ωστόσο ανοιχτό το μέτωπο με την Ελλάδα, επαναφέροντας με διακυμάνσεις την επιθετική του ρητορική.
Από την άλλη πλευρά, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος, ψύχραιμα και αποφασιστικά, χωρίς να κλείνει την πόρτα της συνάντησης και του διαλόγου, διαμηνύει την αταλάντευτη στάση της χώρας μας σε ό,τι αφορά την εθνική της κυριαρχία.
Η δε διπλωματική κινητικότητα της Ελλάδος και οι συμμαχίες με ΗΠΑ και Γαλλία, κυρίως, αποδίδουν.
Την ίδια στιγμή στην ουκρανική κρίση η ανταλλαγή ήπιων μηνυμάτων Μπάιντεν προς Πούτιν «τον χαρακτήρισε λογικό» και Λαβρόφ προς ΗΠΑ «δεν αρνούμεθα τον διάλογο» μειώνουν πρόσκαιρα την ένταση και ερμηνεύονται ως κινήσεις, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν, με σκοπό, σε πρώτη φάση, ελαφρά αποκλιμάκωση και συνεννόηση, ένα πλαίσιο που μπορεί να υπερβεί τις διμερείς σχέσεις.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο δηλώνει την παρουσία της η Τουρκία, με τον κ. Ερντογάν να επιδεικνύει ιδιαίτερη κινητικότητα, τόσο σε διμερές επίπεδο με τη Ρωσία και την Ουκρανία αλλά και με τη συμμετοχή του στη συνάντηση της Σαμαρκάνδης, της Αστάνα και της επικείμενης Συνόδου του G20 στο Μπαλί.
Παράλληλα, στην Ανατολική Μεσόγειο έχουμε το πρώτο παράδειγμα συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα σε δύο εμπόλεμα κράτη, το Ισραήλ και το Λίβανο, όπου σημαντικός ο ρόλος των ΗΠΑ.
Η εξέλιξη αυτή δηλώνει μια νέα στρατηγική για την περιοχή, που αποβλέπει στη συνολική διευθέτηση μακροχρόνιων εκκρεμοτήτων και προβλημάτων στην ευαίσθητη αυτή γωνιά του πλανήτη, σε μια κρίσιμη περίοδο για την αξιοποίηση των ενεργειακών δρόμων και πόρων.
Και εδώ ακριβώς, σημαντικό ρόλο θα είχε η επίλυση του Κυπριακού, που με τη σειρά της θα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στις διευθετήσεις των Θαλασσίων Ζωνών σε ολόκληρη την περιοχή.
Γιατί αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου και η επίλυση του Κυπριακού είναι κλειδί. Η συνολική εικόνα αυτών των εξελίξεων οδηγεί σε ένα σημαντικό συμπέρασμα.
Ότι η αντιπαράθεση της Τουρκίας με την Ελλάδα είναι μια δύσκολη μεν εξίσωση, ωστόσο, μπορεί να ξεκινήσει η διευθέτησή της.
Η Τουρκία γνωρίζει ότι ενδεχόμενη επιχειρησιακή πρωτοβουλία κατά της Ελλάδος θα την εξέθετε σε διεθνή κατακραυγή και απομόνωση, ακυρώνοντας το σύνολο των διπλωματικών της πρωτοβουλιών, που σαν στόχο έχουν την αναβάθμιση και ενίσχυση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης αλλά και στη συμβολή της στη διαχείριση και αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Από την άλλη πλευρά, έχει τόσα μέτωπα ανοιχτά, που ένα ακόμα και μάλιστα απέναντι σε μια ισχυρή και καλά προετοιμασμένη Ελλάδα, θα της προκαλούσε ισχυρό πλήγμα.
Θα της έκλεινε δε ερμητικά την πόρτα προς την Ευρώπη και το ευρωατλαντικό σύστημα, με τις θέσεις του οποίου δείχνει τον τελευταίο καιρό να συντάσσεται.
Παράλληλα, θα της ακύρωνε και το ρόλο που διεκδικεί, ως ένα εκ των προπύργιων της ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στη συνολική της σύνθεση αυτή η εικόνα, όπως τον τελευταίο καιρό έχει σχηματισθεί, οδηγεί λογικά στο να βρεθεί ένας δρόμος για επαναπροσέγγιση με τη Δύση, δρόμος ωστόσο, ο οποίος, εκ των πραγμάτων, περνάει μέσα από την Ελλάδα.
Πέρα και πάνω από τις ιαχές του πολέμου, που ανεύθυνα εκστομίζουν οι πολεμοχαρείς εθνικιστικοί κύκλοι στη γειτονική Τουρκία, είναι βέβαιον, ότι κάπου υπάρχουν περιθώρια λογικής και σύνεσης, που σε κάποια στιγμή θα οδηγήσουν σε συνάντηση με τη συνετή και υπεύθυνη ελληνική πλευρά.
Παρόλα αυτά ο δρόμος είναι δύσκολος και μακρύς. Η επιδείνωση του κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για να εκτονωθεί, θα χρειασθούν έξυπνες κινήσεις στη σκακιέρα, με απώτερο στόχο, σε πρώτη φάση, την αποκατάσταση της απαραίτητης εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ο κ. Μητσοτάκης, ένας αξιόπιστος συνομιλητής, με σαφήνεια, αποφασιστικότητα και σύνεση, έχει θέσει το ελληνικό κομμάτι στο πάζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Απομένει να βρεθεί το αντίστοιχο από την τουρκική πλευρά.
Ο κ. Ερντογάν, όσο και αν τελεί κάτω από εσωτερική πίεση, σε αυτήν τη συγκυρία καλείται να απομακρύνει τους κύκλους που τον επηρεάζουν και να τείνει με αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια το χέρι στην άλλη πλευρά, στο όνομα της απαραίτητης συνεννόησης.
Ιστορικά παραδείγματα έχουμε αρκετά με ηγέτες και από την Ελλάδα και από την Τουρκία, που τόλμησαν να σπάσουν φραγμούς, στερεότυπα, ιδεοληψίες, επουλώνοντας τραύματα και ανοίγοντας δρόμους. Για τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας ένας και μόνο δρόμος υπάρχει, αυτός του αμοιβαίου σεβασμού, του κοινού οράματος για ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον και του διαρκούς ανοιχτού διαλόγου εμπιστοσύνης.
Ο άλλος δρόμος είναι αδιανόητος και επιζήμιος και είναι βέβαιον, ότι είναι αυτός, που δεν θα ενέκριναν, δεν θα επέλεγαν και δεν θα συγχωρούσαν ποτέ οι δύο λαοί.