Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Φυσικά και είχαμε τεράστια ανοίγματα στο ταμείο του Κράτους. Προφανώς και δεν προσέξαμε τη διεθνή συγκυρία, με τις κατακρημνίσεις τραπεζών. Ατυχώς οι πολιτικοί μας δεν έδειξαν την πρόνοια να κατανοήσουν τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στο παρά πέντε μιας ανοικτής πτώχευσης το 1982-85 και ξανά το 1989-90 και τελικά το 2008-2010.
Σε κάθε ένα όμως από αυτά τα επεισόδια μπορεί τη σκανδάλη να την τραβούσε η ταμειακή στενότητα του κράτους, αλλά ο θάλαμος ήταν ήδη γεμάτος από ένα ιστορικό και μόνιμο πρόβλημα της χώρας: το έλλειμμα στις συναλλαγές μας με τον Κόσμο, δηλαδή με τη διεθνή οικονομία και τελικά η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα «έσκασε», εξαιτίας των «διπλών» ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού και ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχουμε βγει από τη μετεγχειρητική εποπτεία κι ας έχουμε σιγουρέψει τα δημοσιονομικά. Το πρόβλημα του ανοίγματος στο ισοζύγιο πληρωμών και των παρεπόμενων χρηματοοικονομικών κινδύνων χρησιμοποίησε προχθές ο οίκος Moody’s για να στερήσει από την Ελλάδα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Ακραίο; Σίγουρα. Είναι καμπανάκι ηχηρό προς τις πολιτικές που ακολουθούνται στα μεταπανδημικά χρόνια.
Ας δούμε πως το έθεσε η Moody’s.
«Η Ελλάδα είναι οικονομία μεσαίου μεγέθους. Το οικονομικό της μοντέλο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει δυνατότητες διαφοροποίησης και ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα υψηλότερης τεχνολογίας και των εξαγωγών, αλλά η πρόοδος θα πάρει χρόνο και αναμένουμε συγκριτικά μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4-5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών κεφαλαίων και ενδιάμεσων αγαθών και το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών θα βελτιωθεί μόνο σταδιακά.»
Δεν μας λέει κάτι που δεν γνωρίζουμε. Η έκθεση Πισσαρίδη είχε ήδη επισημάνει, πριν την κρίση που προκάλεσε η αντιμετώπιση της πανδημίας ότι:
«Ενώ το εμπορικό ισοζύγιο, και ευρύτερα η οικονομία, επωφελείται διαχρονικά από τη συμβολή του τουρισμού και της ναυτιλίας, η συμμετοχή της μεταποίησης και των νέων τεχνολογιών είναι μικρή. Οι εξαγωγές αγαθών συνεχίζουν να αποτελούν μικρό μέρος της οικονομίας και να υπολείπονται συστηματικά των εισαγωγών αγαθών. Οι αντίστοιχες εταιρικές επενδύσεις κινούνται διαχρονικά σε χαμηλό επίπεδο, όπως και οι ξένες άμεσες επενδύσεις.»
Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να μειώσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τους πλουσιότερους Ευρωπαίους, ο δρόμος δεν είναι να επιστρέψουμε σε όσα συνέβαιναν πριν το 2010, αλλά να επιτύχουμε μια Νέα Ισορροπία στην αυγή της επόμενης δεκαετίας.
Για να συμβεί αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα ανοίγματα στις εξωτερικές μας συναλλαγές. Επειγόντως. Μόνον που παρόμοιες βελτιώσεις και διαρθρωτικές αλλαγές χρειάζονται χρόνο, επιμονή και κατάλληλους συνδυασμούς. Δύο στόχοι μπορούν να υπηρετηθούν συστηματικά στα επόμενα μερικά χρόνια κι ένας ακόμη μπορεί να συνεπικουρεί τη συνολική προσπάθεια.
Ο πρώτος και σπουδαιότερος στόχος είναι να κλείσει σταδιακά το πάντοτε μεγάλο έλλειμμα που δημιουργούν οι εισαγωγές ενέργειας. Ο ασφαλέστερος δρόμος για να το επιτύχουμε, στη βάση των γνωστών τεχνολογιών, είναι να αυξήσουμε ακόμη ταχύτερα τις εσωτερικές πηγές ενέργειας.
Οι μόνες που μπορούν να κάνουν τη δουλειά που θέλουμε, είναι ο ήλιος και οι αέρηδες, δηλαδή οι ΑΠΕ. Η Ελλάδα πάει πολύ καλά τα τελευταία χρόνια. Ενώ όμως η στρατηγική αυτή επιλογή του κ. Μητσοτάκη το 2019 αποδεικνύεται ορθότατη, η εφαρμογή της μέσα και στη δεύτερη αυτή θητεία, δεν είναι το ίδιο αποφασιστική. Το ενεργειακό μας έλλειμμα έχει φθάσει στο 6% του ΑΕΠ και πρέπει να μειωθεί κάτω από το μισό.
Το δεύτερο αρνητικό ισοζύγιο της χώρας ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με τα τρόφιμα. Ειδικά τα μεταποιημένα, δηλαδή αυτά που μπορούν να τοποθετηθούν απευθείας στο τραπέζι και την τσάντα των οικογενειών. Οι προσπάθειες που έχουν γίνει είναι σπουδαίες, όχι όμως επαρκείς για να αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο έλλειμμα.
Η μετεξέλιξη, ειδικά η τεχνολογική, του αγροτοδιατροφικού τομέα έχει ήδη αποφέρει σπουδαία κέρδη σε όσες επιχειρήσεις κάνουν καλή δουλειά. Είναι όμως λίγες και ανεπαρκείς για να στηρίξουν μια νέα και ταχεία αύξηση του εξαγώγιμου αγροτικού προϊόντος. Το τρίτο θέμα έχει να κάνει με τον τουρισμό. Η συμβολή του στον έλεγχο της εξωτερικής απειλής είναι μεγάλη. Θα συνεχίσει να είναι καταλυτική τουλάχιστον μέχρις ότου αντιμετωπίσουμε το ενεργειακό μας έλλειμμα.
Σε αυτόν τον ορίζοντα, παρολίγον δεκαετή, πρέπει να ανασχεδιαστούν όλες οι κυβερνητικές αποφάσεις, τα επιχειρηματικά κίνητρα, οι εργασιακές συμφωνίες και προφανώς οι πολιτικές συμφωνίες. Το έργο αυτό αξίζει να απορροφήσει την προσοχή του πρωθυπουργού περισσότερο από την (μικρο)κομματικά ευαίσθητη κατανομή των κρατικών χρημάτων.