Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Προφανώς οι δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ζούσαν στην ίδια χώρα με άλλα ανώτατα δικαστικά σώματα κατά την περίοδο πτώχευσης της Ελλάδας. Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου για τις υποθέσεις που αφορούν σε πρακτικά ζητήματα λειτουργίας του Κράτους, με την οποία «δικαιώνει» ορισμένους, δύο (ή μήπως τρεις;) συγκεκριμένους πρώην ανώτατους δικαστές, που ζήτησαν να πληρώνονται σύνταξη με τους όρους και στο επίπεδο του 2010 είναι ακατανόητη αν και βεβαίως παραμένει σεβαστή.
Η μόνη «δικαιολογία» είναι ότι το καθεστώς Κατρούγκαλου, με το οποίο συνταξιοδοτήθηκαν οι «αδικημένοι» ήταν πράγματι άδικο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος νόμος ισχύει, αφού ούτε αντισυνταγματικό τον έβγαλαν οι δικαστικοί, ούτε η πλειοψηφία του 2019 τον ανάτρεψε. Το σύστημα Κατρούγκαλου είναι άδικο κυρίως επειδή δεν ακολουθεί τον μόνο παραδεκτό κανόνα, ότι δηλαδή η σύνταξή σου πρέπει να ισούται ή, στην χειρότερη περίπτωση να συναρτάται, με την παρούσα αξία των εισφορών που έχεις καταβάλει όσο εργάστηκες. Αν το κράτος, δηλαδή η εκάστοτε κυβέρνηση δίνει, για πολιτικούς προφανώς λόγους, κάτι παραπάνω σε όσους τους βγαίνει «εξευτελιστική» σύνταξη, πρέπει να το κάνει με διακριτό κονδύλι.
Οι δαπάνες του συνταξιοδοτικού συστήματος ήταν ο κύριος λόγος που οδήγησε στην πλήρη χρεοκοπία της χώρας. Μια χρεοκοπία που έγινε σε τρεις φάσεις: μερικώς το 2010, ολικώς το 2012 και πολιτικώς το 2015. Το συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν παρδαλό δεν ακολουθούσε ενιαίους κανόνες και κυρίως αγνοούσε δύο πράγματα, πολύ σημαντικά όταν πρόκειται για τις συντάξεις. Το σύστημα ήταν πολιτικά χρωματισμένο και δυστυχώς παραμένει πολιτικώς εξαρτημένο.
Οι πολιτικοί αποφάσιζαν πως θα χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια που συγκεντρωνόντουσαν από την υποχρεωτική συνταξιοδοτική συνεισφορά καθενός. Από το 1982 και μετά κατέφαγαν τα συγκεντρωμένα χρήματα των προηγουμένων δεκαετιών ταχείας ανάπτυξης και αγόρασαν με αυτά ψήφους για τα κόμματά τους. Ενώ όμως οι κρατήσεις ήσαν πάντοτε υποχρεωτικές και αναλογούσαν στα τρέχοντα έσοδα, οι συντάξεις ήσαν πλασματικές και συστηματικά, ειδικά τις περιόδους υψηλού πληθωρισμού, ξεπερνούσαν την εκάστοτε παρούσα αξία των παρακρατημένων ποσών. Βεβαίως, αν δεν είχε γίνει αυτό, οι συνταξιούχοι της πρώτης Ανδρεϊκής περιόδου θα ήσαν πένητες και το συνταξιοδοτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει οριστικά το 1990. Επειδή όμως το 2012 το ελληνικό δημόσιο δεν γλίτωσε την πτώχευση, διεσώθη όμως από τους Ευρωπαίους κι επειδή το 2015 ο Τσίπρας δεν βρήκε τα κουράγια (ευτυχώς…) να προβεί σε νέα (και προφανώς χειρότερη) πτώχευση, οι εν λόγω ανώτατοι δικαστές βρήκαν το δρόμο για να εισπράξουν το επιπλέον χιλιάρικο (κατά πληροφορίες…) που «δικαιούνται» κατά πως έκριναν οι συνάδελφοί τους.
Ειρήσθω εν παρόδω, άλλοι ανώτατοι δικαστές, κοτζάμ Συμβούλιο της Επιρατείας δίκασαν παλαιότερα ότι κανείς άλλος συνταξιούχος, του ιδιωτικού τομέα βεβαίως-βεβαίως, δεν δικαιούται τη διόρθωση της «αδικίας» που «σκότωσε» όλους τους «άλλους» συνταξιούχους μετά το 2010. Με αποτέλεσμα ο μόνος συνταξιοδοτικός νόμος που ισχύει είναι αυτός που υπερασπίστηκε μέχρι και δύο βράδια πριν τις πρόσφατες εκλογές ο κ. Κατρούγκαλος. Ως υπουργός του Αλέξη Τσίπρα βεβαίως-βεβαίως, ο οποίος χαίρεται τα προνόμια του πρώην πρωθυπουργού αυτό και θα μας εκπροσωπεί στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση όσων άκουσαν τους δικηγόρους τους και προσέφυγαν εναντίον της «προσωπικής διαφοράς», μια μικροαπάτη που σκαρφίστηκε η μοιραία συγκυβέρνηση Συριζανέλ, την οποία κατέρριψε άλλο ανώτατο δικαστήριο και ξεκίνησε να πληρώνει με δόσεις το κράτος. Πρόκειται για μια, ακόμη, πράξη επιλεκτικής δικαιοσύνης αφού η Βουλή, κατά πλειοψηφία, απέκλεισε όσους βρίσκονται στην ίδια ακριβώς κατάσταση, αλλά δεν είχαν την εξυπνάδα να πληρώσουν τους δικηγόρους των «τυχερών».
Αν όλα τα παραπάνω αναφέρονται σε αυτό που εκ του προχείρου αποκαλούν οι δικαστές «κράτος δικαίου», τότε η Δημοκρατία μας συνεχίζει να αυτοκτονεί.