Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Παρατηρώντας την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, αισθάνεται ο καθείς το έλλειμμα, ή καλύτερα το κενό. Τα κόμματα που τη συγκροτούν πολιτεύονται κατά περίπτωση, κατά θέμα, ακολουθώντας την κλασική μέθοδο της «διαβρωτικής αντιπολίτευσης» και υιοθετώντας παραδοσιακές συνδικαλιστικές πρακτικές διαμαρτυρίας, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων μπορεί να διεγείρουν τμήματα της κοινωνίας, αλλά επ’ ουδενί δεν συγκροτούν ολοκληρωμένη, συνεκτική και προπάντων αξιόπιστη πρόταση εξουσίας, ικανή να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις στην τρέχουσα «μονοδρομική» κυβερνητική πολιτική, η οποία ωστόσο παραμένει κυρίαρχη, καθώς υποστηρίζεται από τα δυναμικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών διεκδικείται η ποινική δίωξη και τιμωρία των υπευθύνων υπουργών, αλλά παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η ατελής λειτουργία των ελληνικών σιδηροδρόμων αποκαλύπτει τις διαχρονικές ευθύνες και διαρθρωτικές αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος.
Αποκρύπτεται, με άλλα λόγια, ότι επί των τρένων, των γραμμών και της παρακολούθησης του δικτύου ασκήθηκαν κατά καιρούς οι χειρότερες των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων.
Οι επενδύσεις ήταν λειψές, η κομματικοκρατία και η διαφθορά διαχρονικά περίσσευαν, όπως και οι κλοπές και τα φαινόμενα απειθαρχίας και ανευθυνότητας που δεν έχουν καμία θέση σε ένα ευαίσθητο σύστημα παροχής μαζικής κλίμακας μεταφορικών υπηρεσιών, το οποίο οφείλει πρώτα από όλα να φροντίζει την ασφάλειά του.
Κάτι σάπιο υπάρχει προφανώς στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας, χωρίς την αποκάλυψη και τη θεραπεία του οποίου δεν πρόκειται να αποκτήσουμε ποτέ, κατά το δυνατόν, ασφαλή τρένα.
Στην περίπτωση της ακρίβειας και του πληθωρισμού επίσης κυριαρχούν οι άσφαιρες, κατά βάση, διαμαρτυρίες, τα κόμματα πολιτεύονται με γνώμονα γενικού χαρακτήρα εντυπώσεις, δεν εμβαθύνουν, δεν αναγνωρίζουν τα ελλείμματα οργάνωσης του λιανικού εμπορίου, ούτε εκείνα της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού. Δεν περνά από το μυαλό των υπευθύνων της αντιπολίτευσης ότι οι τιμές μπορεί να επηρεάζονται από λειτουργούντα καρτέλ, εμφανή ολιγοπώλια και παραοικονομικά συστήματα τα οποία αλλοιώνουν τους όρους λειτουργίας των αγορών κερδοσκοπώντας ασύστολα, ειδικά σε εποχές διαταραχής των εφοδιαστικών αλυσίδων. Ούτε επίσης μπορούν αντιληφθούν ότι π.χ. η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ μπορεί να προσφέρει τη λύση, όταν στις αγορές μας επικρατούν όλα τα παραπάνω και επιπλέον υπάρχουν δεδομένοι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Κοινώς δεν αρκούν ούτε σε αυτό το επίμαχο θέμα υπεραπλουστεύσεις, ούτε υπάρχουν εύκολες και ορατές διά γυμνού οφθαλμού λύσεις.
Και οι υποσχέσεις για μείωση των φόρων επίσης οφείλουν να είναι βαθιά επεξεργασμένες, να συντονίζονται με ευρύτερους εθνικούς μακροοικονομικούς στόχους, να υπηρετούν συνολικά και συνδυαστικά τόσο τη δημοσιονομική σταθερότητα όσο και την ανάπτυξη της χώρας και μαζί βεβαίως να υπερασπίζονται, χωρίς εκπτώσεις, ένα αποτελεσματικό και κατά το δυνατόν δίκαιο κοινωνικό κράτος, ικανό να προστατεύει τους ασθενέστερους των συμπολιτών μας.
Κοινώς η αντιπολίτευση δεν μπορεί να επενδύει απλώς στη διαμαρτυρία, στις πρώτες εντυπώσεις και στη συνήθη συνδικαλιστική εκδοχή των πραγμάτων. Η χώρα τελεί ακόμη υπό καθεστώς δημοσιονομικών περιορισμών, αναπτυξιακών και αμυντικών προτεραιοτήτων, οι κίνδυνοι παραμονεύουν και η αξιοπιστία δεν χτίζεται με γιουρούσια.
Για να υπάρξει αξιόπιστη πρόταση επιβάλλεται απέναντι στον μονόδρομο του κ. Μητσοτάκη να ορθωθεί εναλλακτικό, εσωτερικά συνεπές και αξιόπιστο σχέδιο για τη χώρα, ικανό να πείσει και να συνεγείρει τους πολίτες. Μόνο μια ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για την Ελλάδα του 2030 μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Και αυτό δεν μπορεί να το πετύχει μια «μικρή», συνδικαλιστικού τύπου, αντιπολίτευση.