Γράφει η Άννα Κανδαράκη
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Αριστούχος Paris V René Descartes της Σορβόννης
Κάναμε συνεδρίες καιρό, σήμερα όμως ήταν διαφορετική, είχε μια ένταση περίεργη. «Θέλω να σας μιλήσω για κάτι που δεν έχω τολμήσει να πω ποτέ. Ημουν 19 χρόνων, έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια. Οχι σχεδόν… ξέρω να σας πω ακριβώς πόσα χρόνια, μήνες ώρες, ακόμα και λεπτά έχουν περάσει από τότε».
Την άκουγα, με δάκρυα στα μάτια και τρέμουλο στα χείλη, να μεταφέρει εικόνες από χέρια άγρια και μια μυρωδιά που δεν μπορεί να ξεχάσει, να μιλά για αισθήματα ντροπής, ταπείνωσης και φόβου.
Η Κ. είναι μια από πολλές θεραπευόμενες που κουβαλούν μέσα τους χρόνια ένα τέτοιο βάρος. Αμέτρητες θεραπευτικές ώρες μέσα σε συνεδρίες για να τολμήσουν να εκμυστηρευτούν αυτό το τραυματικό γεγονός που καθόρισε τη ζωή τους. Η σεξουαλική βία, είτε με τη μορφή παρενόχλησης είτε με τη μορφή κακοποίησης, πέφτει σαν το μελάνι στο νερό, γίνεται γυαλί μουντό που αλλάζει όλα τα χρώματα γύρω σου. Αλλάζει πώς βλέπεις τους άλλους, αλλά κυρίως αλλάζει εσένα. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου, το σώμα σου τη σεξουαλικότητά σου. Φοβάσαι να εμπιστευτείς και να επιθυμήσεις. Γίνονται όλοι εν δυνάμει κακοποιητές και επικίνδυνοι.
Η γενναία καταγγελία της ολυμπιονίκη επέτρεψε ή πιο σωστά επέβαλε να ανοίξει η πόρτα και τα στόματα και στο χώρο του αθλητισμού, τη σεξουαλική βία όμως τη συναντάμε συνολικά, όπου υπάρχει θέση εξουσίας και ιεραρχίας. Ο κακοποιητής συνήθως, μέσα από το ρόλο του δασκάλου, του προπονητή ή του γιατρού, έχει τη μορφή του καθοδηγητή, του εμπνευστή και του φροντιστή, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και την άνευ όρων αποδοχή. Αλλες φορές είναι το αφεντικό που θαυμάζεις και άλλες φορές ο πράος πνευματικός που έχει εξαιρετική σχέση και εμπνέει σεβασμό. Είναι αυτός ο ρόλος του που σε υποχρεώνει όχι μόνο να μην τολμήσεις να πεις όχι, αλλά κυρίως είναι αυτή η σχέση εξουσίας που θα εξασφαλίσει τη σιωπή σου. Ποιος θα πιστέψει εσένα; Ποιος είσαι εσύ που θα σταθείς απέναντί του να αμφισβητήσεις το κύρος και την εντιμότητά του;
Τα πολλά χρόνια και ο γενικότερος δισταγμός για την καταγγελία δηλώνουν και κάτι ακόμα, δηλώνουν τη γενικότερη αντίληψη ότι το θύμα φταίει, ότι εκείνο προκαλεί και ότι θύτης και θύμα, στο δύσπιστο και σαρκοβόρο μάτι της κοινωνίας, ίσως να πηγαίνουν χέρι χέρι.
Η συνεδρία τελείωνε, σκούπισε τα μάτια της, σηκώθηκε, αφήνοντάς πίσω ένα μεγάλο βάρος. Ξέραμε και οι δύο ότι η επούλωση της πληγής τώρα αρχίζει και ότι το σημάδι θα έμενε πάντα εκεί.
Φεύγοντας, την ακούω να λέει…
«Το παράπονό μου είναι ότι τότε δεν με πίστεψε ούτε η μάνα μου… “Eλα, είχε πει, υπερβάλεις, ιδέα σου είναι”… Iσως, αν μ’ είχε καταλάβει τότε, τώρα όλα να ήταν αλλιώς».